En|El
Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας

    

Μέρος Ι. Γενικαί Διατάξεις

’ρθρον 1
Η Κυπριακή Πολιτεία είναι ανεξάρτητος και κυρίαρχος Δημοκρατία, προεδρικού συστήματος, της οποίας ο Πρόεδρος είναι Έλλην και ο Αντιπρόεδρος Τούρκος, εκλεγόμενοι αντιστοίχως υπό της ελληνικής και της τουρκικής κοινότητος της Κύπρου, ως εν τω παρόντι Συντάγματι ορίζεται.

’ρθρον 2
Δια τους σκοπούς του παρόντος Συντάγματος:

1. Tην ελληνικήν κοινότητα αποτελούσιν άπαντες οι πολίται της Δημοκρατίας, οίτινες είναι ελληνικής καταγωγής και έχουσιν ως μητρικήν γλώσσαν την ελληνικήν ή μετέχουσι των ελληνικών πολιτιστικών παραδόσεων ή ανήκουσιν εις την Ελληνικήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν.

2. Την τουρκικήν κοινότητα αποτελούσιν άπαντες οι πολίται της δημοκρατίας, οίτινες είναι τουρκικής καταγωγής και έχουσιν ως μητρικήν γλώσσαν την τουρκικήν ή μετέχουσι των τουρκικών πολιτιστικών παραδόσεων ή είναι μωαμεθανοί.

3. Πολίται της Δημοκρατίας μη περιλαμβανόμενοι εις τας διατάξεις της πρώτης ή της δευτέρας παραγράφου του παρόντος άρθρου, επιλέγουσιν ατομικώς την ελληνικήν ή την τουρκικήν κοινότητα εντός προθεσμίας τριών μηνών από της ημερομηνίας της ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος. Εφ’ όσον όμως ανήκουσιν εις θρησκευτικήν ομάδα, επιλέγουσι την ελληνικήν ή την τουρκικήν κοινότητα ομαδικώς, και επί τη τοιαύτη επιλογή θεωρούνται μέλη της κοινότητος ήν επελέξαντο, τηρουμένου του κανόνος ότι πας πολίτης της Δημοκρατίας ανήκων εις τοιαύτην θρησκευτικήν ομάδα δικαιούται να μή συμμορφωθή προς την κατόπιν αποφάσεως της ομάδος επιλογήν αυτής, οπότε δι’ ενυπογράφου δηλώσεως αυτού, υποβαλλόμενης εντός μηνός από της ημερομηνίας της επιλογής της ομάδος αυτού εις τον αρμόδιον υπάλληλον της Δημοκρατίας και εις τους Προέδρους της ελληνικής και της τουρκικής Κοινότητος διάφορον της κοινότητος ήν επελέξατο η ομάς αυτού.

Νοείται περαιτέρω, ότι, εν ή περίπτωσει η επιλογή, η γενόμένη υπό θρησκευτικής ομάδος, δεν γίνη αποδεχτή, επί τω λόγω ότι τα μέλη αυτής είναι ολιγώτερα του απαιτούμενου αριθμού, πας ανήκων εις τοιαύτην θρησκευτικήν ομάδα δικαιούται, εντός μηνός από της ημερομηνίας της αρνήσεως αποδοχής της επιλογής της ομάδος, να επιλέξη ατομικώς την κοινότητα εις ήν επιθυμεί να ανήκη, τηρών την προειρημένην διαδικασίαν.

Εν τη παρούση παραγράφω, ‘θρησκευτική ομάς’ σημαίνει ομάδα προσώπων συνήθως κατοικούντων εν Κύπρω, πρεσβευόντων την αυτήν θρησκείαν και ανηκόντων είτε εις το αυτό δόγμα είτε υποκειμένων εις την αυτήν δικαιοδοσίαν ταύτης, των οποίων ο αριθμός κατά την ημερομηνίαν της ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος υπερβαίνει τους χιλίους, εξ ών τουλάχιστον πεντακόσιοι κατέστησαν υπήκοοι της Δημοκρατίας κατά την ειρημένην ημερομηνίαν.

4. Πας όστις αποκτά την υπηκοότητα της Δημοκρατίας εις χρόνον μεταγενέστερον της παρόδου τριών μηνών απο της ημερομηνίας της ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος, ασκεί το εν τη τρίτη παραγράφω του παρόντος άρθρου οριζόμενον δικαίωμα επιλογής εντός προθεσμίας τριών μηνών απο της ημερομηνίας καθ’ ήν απέκτησε την υπηκοότητα.

5. Έλλην ή Τούρκος πολίτης της Δημοκρατίας, υποκείμενος εις τας τάξεις της πρώτης ή της δευτέρας παραγράφου του παρόντος άρθρου, δικαιούται να παύση ανήκων εις την κοινότητα ής είναι μέλος και να επιλέξη την ετέραν κοινότητα:
(α). επί τη υποβολή ενυπογράφου δηλώσεως, περί της επιθυμίας αυτού όπως μεταβάλη κοινότητα, εις τον αρμόδιον υπάλληλον της Δημοκρατίας και τους Προέδρους της ελληνικής και της τουρκικής Κοινοτικής Συνελεύσεως και
(β). επί τη αποδοχή της δηλώσεως αυτού υπό της Κοινοτικής Συνελεύσεως της κοινότητος, εις ήνδηλοί ότι επιθυμεί να ανήκη.

6. Οιονδήποτε πρόσωπον ή θρησκευτική ομάς θεωρουμένη ως ανήκουσα είτε την ελληνικήν είτε εις την τουρκικήν κοινότητα συμφώνως προς τας διατάξεις της τρίτης παραγράφου το παρόντος άρθρου, δύναται να παύση ανήκουσα εις την μίαν των κοινοτήτων και να θεωρείται ως ανήκουσα εις την ετέραν κοινότητα:

(α). επί την υποβολή ενυπογράφου εγγράφου δηλώσεως, περί της επιθυμίας της τοιαύτης μεταβολής, υπό του προσώπου ή υπό της θρησκευτικής ομάδος εις τον αρμόδιον υπάλληλον της Δημοκρατίας και εις τους Προέδρους της ελληνικής και της τουρκικής Κοινοτικής Συνελεύσεως και

(β). επί τη αποδοχή της δηλώσεως υπό της Κοινοτικής Συνελεύσεως της κοινότητος, εις ήν δηλοί ότι επιθυμεί να ανήκη

7. (α) Η ύπανδρος γυνή ανήκει εις την κοινότητα του συζύγου αυτής
(β)Το άρρεν ή θήλυ άγαμον τέκνον, το μη συμπληρώσαν το εικοστόν πρώτον έτος της ηλικίας του, ανήκει εις την κοινότητα του πατρός αυτού, εάν δε αγνώστου πατρός αυτού, εάν δε αγνώστου πατρός και εφ’ όσον δεν έχει υιοθετηθή, εις την κοινότητα εις ήν ανήκει η μήτηρ αυτού.

’ρθον3
1. Αι επίσημοι γλώσσαι της Δημοκρατίας είναι η ελληνική και η τουρκική.

2. Νομοθετικαί, εκτελεστικαί και διοικητικαί πράξεις και έγγραφα συντάσσονται εις αμφοτέρας τας επισήμους γλώσσας και, εφ’ όσον δυνάμει ρητής διατάξεως εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας εις αμφοτέρας τας επισήμους γλώσσας.

3. Διοικητικά ή έτερα επίσημα έγγραφα, απευθυνόμενα εις Έλληνα ή Τούρκον, συντάσσονται αντιστοίχως εις την ελληνικήν ή την τουρκικήν γλώσσαν.

4. Η ενώπιον δικαστηρίων διαδικασία διεξάγεται και διευθύνεται και αι αποφάσεις συντάσσονται εις την ελληνικήν γλώσσαν, εάν οι διάδικοι είναι Έλληνες, εις την τουρκικήν γλώσσαν, εάν οι διάδικοι είναι Τούρκοι, και εις αμφοτέρας, την ελληνικήν και την τουρκικήν γλώσσαν, εάν οι διάδικοι είναι Έλληνες και Τούρκοι. Το Ανώτατον Δικαστήριον, δια του εν άρθρω 163 προβλεπομένου Κανονισμού αυτού, καθορίζει εάν εκατέρα ή αμφότεραι αι επίσημοι γλώσσαι χρησιμοποιώνται εις πάσαν ετέραν περίπτωσιν.

5. Οιονδήποτε κείμενον καταχωρούμενον εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας, δημοσιεύεται εν τη αυτή εκδόσει εις αμφοτέρας τας επισήμους γλώσσας.

6. (α)Πάσα διαφορά μεταξύ του ελληνικού και του τουρκικού κειμένου οιασδήποτε νομοθετικής, εκτελεστικής ή δικαστικής ή εγγράφου δημοσιευμένου εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας, επιλύεται υπό του αρμοδίου δικαστηρίου.

(β)Το υπερισχύον κείμενον νόμου ή αποφάσεως Κοινοτικής Συνελεύσεως, καταχωρουμένου εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας, είναι το δημοσιευόμενον εις την γλώσσαν της οικείας Κοινοτικής Συνελεύσεως.

(γ)Οιαδήποτε διαφορά ανακύπτουσα μεταξύ του ελληνικού και του τουρκικού κειμένου εκτελεστικής ή διοικητικής πράξεως ή εγγράφου, όπερ, καίπερ μη δημοσιευθέν εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας, έχει άλλως δημοσιευθή, επιλύεται οριστικώς δια δηλώσεως του υπουργού ή άλλης οικείας αρχής περί του υπερσχύοντος ή ορθού κειμένου.

(δ) Το αρμόδιον δικαστήριον δύναται να παράσχη κατά την κρίσιν αυτού δικαίαν θεραπείαν, εάν προκύψη οιαδήποτε των ανωτέρω αναφερομένων διαφορών μεταξύ των δύο κειμένων.

7. Επί των νομισμάτων, χαρτοσημάτων και γραμματοσήμων γίνεται χρήσις
των δύο επισήμων γλωσσών.

8.Έκαστος δικαιούται να απευθύνεται προς απάσας τας αρχάς της Δημοκρατίας εις εκατέραν των επισήμων γλωσσών.

’ρθρον 4
1. Η Δημοκρατία έχει ιδίαν σημαίαν ουδετέρου σχεδίου και χρώματος, την οποίαν επιλέγουσιν από κοινού ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας.

2. Αι αρχαί της Δημοκρατίας και οιονδήποτε νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου ή οργανισμός κοινής ωφέλειας ιδρυόμενος δια ή συμφώνως τω νόμω της Δημοκρατίας, και έχουσι το δικαίωμα να αναρτώσι κατά τας εορτάς, ταυτοχρόνως ομού μετά της σημαίας της Δημοκρατίας, την ελληνικήν και την τουρκικήν σημαίαν.

3. Αι κοινοτικαί αρχαί και τα ιδρύματα αυτών έχουσιν το δικαίωμα, να αναρτώσι κατά τας εορτάς ταυτοχρόνως ομού μετά της σημαίας της Δημοκρατίας την ελληνικήν ή την τουρκικήν σημαίαν.

4. Πας πολίτης της Δημοκρατίας ή οιαδήποτε οργάνωσις αποτελούσα ή μη νομικόν πρόσωπων, εξαιρουμένων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, της οποίας τα μέλη είναι πολίται της Δημοκρατίας, έχουσι το δικαίωμα να αναρτώσιν επί της κατοικίας ή του καταστήματος αυτών την σημαίαν της Δημοκρατίας ή την ελληνικήν ή την τουρκικήν σημαίαν, άνευ οιουδήποτε περιορισμού.

’ρθρον 5
H ελληνική και τουρκική κοινότης δικαιούνται να εορτάζωσι τας ελληνικάς και τας τουρκικάς εθνικάς εορτάς ατιστοίχως.

    

Μέρος ΙΙ. Περί των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και Ελευθεριών

’ρθρον 6
Τηρουμένων των ρητών διατάξεων του Συντάγματος, ουδείς νόμος ή ουδεμία απόφασις της Βουλής ή οιασδήποτε των Κοινονικών Συνελεύσεων, ως και ουδεμία πράξις ή απόφασις οιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου εν τη Δημοκρατία, ασκούντος εκτελεστικήν εξουσίαν ή διοικητικόν λειτούργημα, θέλει υποβάλλει εις δυσμενή διάκρισιν οιανδήποτε εκ των δύο κοινοτήτων ή οιονδήποτε πρόσωπον, ως τοιούτον ή υπό την ιδιότητα αυτού ως μέλους κοινότητος.

’ρθρον 7
1. Έκαστος έχει το δικαίωμα ζωής και σωματικής ακεραιότητος.

2. Ουδείς αποστερείται της ζωής αυτού, ειμή εις εκτέλεσιν ποινής επιβληθείσης δι’ αποφάσεως αρμοδίου δικαστηρίου , δι' αδίκημα δι' ό προβλέπεται η ποινή αυτή υπό του νόμου.Νόμος δύναται να προβλέψη τοιαύτην ποινήν μόνον εις τας περιπτώσεις φόνου εκ προμελέτης, εσχάτης προδοσίας, πειρατείας κατα το διεθνές δίκαιον, και επί αδικημάτων τιμωρουμένων δια ποινής θανάτου συμφώνως τω στρατιωτικώ ποινικώ νόμω.

3. Η αποστέρησις της ζωής δεν θεωρείται παράβασις του παρόντος άρθρου, οσάκις προέρχεται εκ της χρήσεως της απολύτως αναγκαίας βίας ότε και όπως ο νόμος ορίζη:

α)επί αμύνης προσώπου ή περιουσίας προς αποτροπήν αναλόγου και άλλως αναποτρέπτου και ανεπανορθώτου κακού,

β)προς διενέργειαν συλλήψεως ή προς παρεμπόδισιν αποδράσεως προσώπου νομίμως κρατουμένου,

γ)επί πράξεως γενομένης προς σκοπόν καταστολής ταραχών ή στάσεως.

’ρθρον 8
Ουδείς υποβάλλεται εις βασανιστήρια ή εις απάνθρωπον ή ταπεινωτικήν τιμωρίαν ή μεταχείρισιν.


’ρθρον 9
Έκαστος έχει το δικαίωμα αξιοπρεπούς διαβιώσεως και κοινωνικής ασφάλειας. Ο νόμος θα προβλέψη περί προστασίας των εργατών, αρωγής προς τους πτωχούς και συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων.


’ρθρον 10
1. Ουδείς τελεί εις κατάστασιν δουλείας ή υποτελείας.

2. Ουδείς εξαναγκάζεται εις εκτέλεσιν αναγκαστικής ή υποχρεωτικής εργασίας.

3. Ο εν τω παρόντι άρθρω όρος ‘αναγκαστική εργασία’ δεν περιλαμβάνει:

α)οιανδήποτε εργασίαν απιβαλλομένην κατά την κανονικήν διάρκειαν της κρατήσεως, συμφώνως ταις διατάξεσι του άρθρου 11 του Συντάγματος, ή κατά την διάρκεια της υπό όρον απολύσεως από τοιαύτης κρατήσεως,

β)οιανδήποτε τυχόν επιβληθησομένην στρατιωτικού χαρακτήρα υπηρεσίαν ή, προκειμένου περί των κατά συνείδησιν εναντιουμένων εις αυτήν και υπό την προϋπόθεσιν της αναγνωρίσεως αυτών υπό νόμου, υπηρεσίαν επιβαλλομένην αντί της στρατιωτικής υποχρεωτικής υπηρεσίας, και

γ)οιανδήποτε υπηρεσίαν επιβαλλομένην εις περίπτωσιν καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης ή συμφοράς απειλούσης την ζωήν ή την ευημερία του λαού.

’ρθρον 11
1. Έκαστος έχει το δικαίωμα ελευθερίας και προσωπικής ασφάλειας.

2. Ουδείς στερείται της ελευθερίας αυτού, ειμή ότε και όπως ο νόμος ορίζη εις τας περιπτώσεις:

(α)κρατήσεως ατόμου μετά την καταδίκην αυτού υπό αρμοδίου δικαστηρίου,

(β)συλλήψεως ή κρατήσεως ατόμου λόγω μη συμμορφώσεως προς νόμιμον διαταγήν δικαστηρίου,

(γ)συλλήψεως ή κρατήσεως ατόμου ενεργούμενης προς τον σκοπόν προσαγωγής αυτού ενώπιον της αρμοδίας κατά νόμον αρχής επί τη ευλόγω υπονοία ότι διέπραξεν αδίκημα, ή οσάκις η σύλληψις ή κράτησις θεωρηθή ευλόγως αναγκαία προς παρεμπόδισιν διαπράξεως αδικήματος ή αποδράσεως μετά την διάπραξιν αυτού,

(δ)περιορισμού ανηλίκου δυνάμει νομίμου διαταγής προς τον σκοπόν αναμορφωτικής επιβλέψεως, ή νομίμου κρατήσεως προς τον σκοπόν προσαγωγής αυτού ενώπιον της αρμοδίας κατά νόμον αρχής,

(ε)περιορισμού ατόμων προς παρεμπόδισιν επεκτάσεως μεταδοτικών νόσων, ατόμων ασθενών διανοητικώς, αλκοολικών, τοξικομανών και αλητών και

(στ)συλλήψεως ή κρατήσεως ατόμου προς παρεμπόδισιν της άνευ αδείας εισόδου εις το έδαφος της Δημοκρατίας ή αλλοδαπού, καθ’ ού εγένοντο ενέργειαι προς τον σκοπόν απελάσεως ή εκδόσεως.

3. Εξαιρουμένου του δια θανάτου ή φυλακίσεως, ότε και όπως ο νόμος ορίζη, τιμωρουμένου αυτοφώρου αδικήματος, ουδείς συλλαμβάνεται, ειμή κατόπιν ητιολογημένου δικαστικού εντάλματος εκδοθέντος συμφώνως προς τους υπό του νόμου προδιαγεγραμμένους τύπους.

4. Πας συλλαμβανόμενος πληροφορείται κατά την στιγμήν της συλλήψεως αυτού, εις καταληπτήν υπ’ αυτού γλώσσαν, τους λόγους της συλλήψεως αυτού και δικαιούται να τύχη των υπηρεσιών συνηγόρου της εκλογής αυτού.

5. Ο συλληφθείς προσάγεται ενώπιον του δικαστού ως οιόν τε συντομώτερον ευθύς μετά την σύλληψιν αυτού, πάντως δε το βραδύτερον εντός είκοσι τεσσάρων ωρών απο της συλλήψεως, εφ’ όσον δεν αφέθη πρότερον ελεύθερος.

6. Ο δικαστής, ενώπιον του οποίου προσήχθη ο συλληφθείς, χωρεί ταχέως εις διερεύνησιν των λόγων της συλλήψεως εις καταληπτήν υπό του συλληφθέντος γλώσσαν και, ως οιόν τε συντομώτερον, πάντως δε το βραδύτερον εντός τριών ημερών απο της τοιαύτης προσαγωγής, ή απολύει τον συλληφθέντα υπό τους κατά την κρίσιν αυτού καταλλήλους όρους ή διατάσσει την κράτησιν αυτού, οσάκις η περί της διαπράξεως του αδκήματος ανάκρισις, δι’ό συνελήφθη, δεν συνεπληρώθη, και δύναται να διατάσση εκάστοτε την κράτησιν αυτού επί περίοδον χρόνου μη υπερβαίνουσαν τας οκτώ ημέρας. Ο συνολικός χρόνος όμως της τοιαύτης κρατήσεως δέον να μή υπερβαίνη τους τρεις μήνας από της

ημερομηνίας της συλλήψεως, μετά την παρέλευσιν των οποίων παν άτομον ή αρχή έχουσα υπό κράτησιν τον συλληφθέντα απολύει αυτόν παρευθύς. Πάσα κατά τα ανωτέρω απόφασις του δικαστού υπόκειται εις έφεσιν.

7. Πας στερηθείς της ελευθερίας αυτού δια συλλήψεως ή κρατήσεως δικαιούται να προσφύγη εις το αρμόδιον δικαστήριον, ίνα τούτο κρίνη ταχέως την νομιμότητα της κρατήσεως και διατάξη την απόλυσιν αυτού, εάν η κράτησις δεν είναι νόμιμος.

8. Ο κατά παράβασιν των διατάξεων του παρόντος άρθρου συλληφθείς ή κρατηθείς έχει αγώγιμον δικαίωμα προς αποζημίωσιν.

’ρθρον 12
1. Ουδείς κηρύσσεται ένοχος οιουδήποτε αδικήματος λόγω πράξεως ή παραλείψεως μη συνιστώσης αδίκημα συμφώνως τω νόμω τω ισχύοντι κατά τον χρόνον της τελέσεως αυτής, και εις ουδένα επιβάλλεται δι‘ αδίκημα τι ποινή βαρυτέρα της ρητώς προβλεπόμενης υπό του κατά τον χρόνον της τελέσεως ισχύοντος νόμου.

2. Ο απαλλαγείς ή καταδικασθείς δεν δικάζεται εκ δευτέρου δια το αυτόν αδίκημα. Ουδείς τιμωρείται εκ δευτέρου δια την αυτήν πράξιν ή παράλειψιν, εκτός εάν συνεπεία ταύτης προεκλήθη θάνατος.

3. Ο νόμος δεν δύναται να προβλέψη ποινήν δυσανάλογον πρός την βαρύτητα του αδικήματος.

4. Ο κατηγορούμενος δι’ αδίκημά τι θεωρείται αθώος, μέχρις ου αποδειχθή ένοχος συμφώνως προς τον νόμον.

5. Πας κατηγορούμενος δι’ αδίκημά τι έχει τα ακόλουθα κατ’ ελάχιστον όρον δικαιώματα:

(α)να πληροφορηθή εις καταληπτήν υπ’ αυτού γλώσσαν αμέσως και λεπτομερώς την φύσιν και τους λόγους της εις αυτόν αποδιδομένης κατηγορίας,

(β)να έχει επαρκή χρόνον και διευκόλυνσιν δια την προπαρασκευήν της υπερασπίσεως αυτού,

(γ)να υπερασπίζη εαυτόν αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου της εκλογής αυτού ή, εφ΄ όσον δεν έχη επαρκή προς αμοιβήν του συνηγόρου μέσα, να παρέχηται εις αυτόν δωρεάν νομική αρωγή, όταν τούτο επιβάλλη το συμφέρον της δικαιοσύνης,,

(δ)να εξετάζη ή να προκαλή την εξέτασιν μαρτύρων κατηγορίας και να ζητή την προσέλευσιν και εξέτασιν μαρτύρων υπερασπίσεως, υπό τους αυτούς όρους τους ισχύοντας ως προς τους μάρτυρας κατηγορίας,

(ε)να έχη δωρεάν συμπαράσται διερμηνέως, εφ’ όσον δεν δύναται να κατανοήση ή να ομιλή την τω δικαστηρίω χρησιμοποιουμένην γλώσσαν

6. Η ποινή της γενικής δημεύσεως της ιδιοκτησίας απαγορεύεται.

’ρθρον 13
1. Έκαστος έχει το δικαίωμα ελευθέρας μετακινήσεως εντός του εδάφους της Δημοκρατίας και διαμονής εις οιονδήποτε τμήμα αυτής, υποκείμενος εις τους υπό του νόμου επιβαλλομένους, αναγκαίους δε κρινομένους μόνον δια την άμυναν ή την δημοσίαν υγείαν περιορισμούς, ή ούς προβλέπονται ως ποινή επιβαλλομένη υπό του αρμοδίου δικαστηρίου.

2. Έκαστος έχει το δικαίωμα να εγκαταλείψη μονίμως ή προσωρινώς το έδαφος της Δημοκρατίας, υποκείμενος εις τους υπό του νόμου τεθειμένους ευλόγους περιορισμούς.

’ρθρον 14
Ουδενός πολίτου απαγορεύεται η είσοδος εις την Δημοκρατίαν ουδ’ επιτρέπεται η εξορία υφ’ οιασδήποτε περιστάσεις.

’ρθρον 15
1. Έκαστος έχει το δικαίωμα όπως η ιδιωτική και οικογενειακή αυτού ζωή τυγχάνη σεβασμού.

2. Δεν χωρεί επέμβασις κατά την άσκησιν του δικαιώματος τούτου, ειμή τοιαύτη οία θα ήτο συμφωνος προς τον νόμον και αναγκαία μόνον πρός το συμφέρον της ασφαλείας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημόσιας ασφαλείας ή της δημόσιας τάξεως ή της δημόσιας υγείας ή των δημοσίων ηθών ή της προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών, των υπό του Συντάγματος ηγγυημένων εις παν πρόσωπον.

’ρθρον 16
1. Η κατοικία εκάστου είναι απαραβίαστος.

2. Η είσοδος εις οιανδήποτε κατοικίαν ή οιαδήποτε έρευνα εντός αυτής δεν επιτρέπεται, ειμή ότε και όπως ο νόμος ορίζη, και κατόπιν δικαστικού εντάλματος δεόντως ητιολογημένου ή οσάκις η είσοδος ενεργήται τη ρητή συναινέσει του ενοίκου ή προς τον σκοπόν διασώσεως θυμάτων οιουδήποτε αδικήματος βίας ή οιασδήποτε καταστροφής.

’ρθρον 17
1. Έκαστος έχει το δικαίωμα σεβασμού και διασφαλίσεως του απορρήτου της αλληλογραφία, ως και πάσης άλλης επικοινωνίας αυτού, εφ’ όσον η τοιαύτη επικοινωνία διεξάγεται δια μέσων μη απαγορευμένων υπό του νόμου.

2. Δεν επιτρέπεται επέμβασις κατά την ενάσκησιν του δικαιώματος τούτου, ειμή συμφώνως προς τον νόμον, και μόνον εις περιπτώσεις προσώπων εν φυλακίσει ή προφυλακίσει τελούντων, ως και επί επαγγελματικής αλληλογραφίας και επικοινωνίας του πτωχεύσαντος κατά την διάρκειαν της διοικήσεως της περιουσίας αυτού.

’ρθρον 18
1. Έκαστος έχει το δικαίωμα ελευθερίας σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας.

2. Πάσαι αι θρησκείαι, των οποίων τα δόγματα και αι ιεροτελεστίαι δεν είναι μυστικαί, είναι ελεύθεραι.

3. Πάσαι θρησκείαι είναι ίσαι ενώπιον του νόμου.

Μη θιγομένης της κατά το Σύνταγμα αρμοδιότητος των Κοινοτικών Συνελεύσεων, ουδεμία νομοθετική, εκτελεστική ή διοικητική πράξις της Δημοκρατίας δύναται να κάμη δυσμενή διάκρισιν εις βάρος οιουδήποτε θρησκευτικού ιδρύματος ή θρησκείας.

4. Έκαστος είναι ελεύθερος και έχει το δικαίωμα να πρεσβεύη την πίστιν αυτού και να εκδηλώνη την θρησκείαν ή τας θρησκευτικάς αυτού πεποιθήσεις δια της λατρείας, διδασκαλίας, ασκήσεως ή τηρήσεως των τύπων, είτε ατομικώς, είτε συλλογικώς, κατ’ ιδίαν ή δημοσία, και να μεταβάλλη την θρησκείαν ή τας θρησκευτικάς πεποιθήσεως αυτού.

    

Μέρος ΙΙ. Περί των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και Ελευθεριών


5. Η χρήσις φυσικής ή ηθικής βίας, πρός τον σκοπόν όπως εξαναγκασθή το άτομον να μεταβάλη την θρησκείαν αυτού ή να εμποδισθή όπως μεταβάλη ταύτην, απαγορεύεται.

6. Η ελευθερία εκδηλώσεως της θρησκείας ή της θρησκευτικής πεποιθήσεως υπόκειται μόνον εις τους υπό του νόμου προδιαγεγραμμένους περιορισμούς, τους αναγκαίους προς το συμφέρον της ασφαλείας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημόσιας ασφαλείας ή της δημοσίας τάξεως ή της δημοσίας υγείας ή των δημοσίων ηθών ή της προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών, των υπό του Συντάγματος ηγγυημένων εις παν πρόσωπον.

7. Μέχρι της συμπληρώσεως του δεκάτου έκτου έτους ηλικίας, η απόφασις περί της θρησκείας, την οποίαν θα ακολουθήση το άτομον, λαμβάνεται υπό του έχοντος την νόμιμον επιμέλειαν αυτού.

8. Ουδείς δύναται να υποχρεωθή εις πληρωμήν οιουδήποτε φόρου ή τέλους, αι πρόσοδοι των οποίων έχουσιν ειδικώς διατεθή, εν όλω ή εν μέρει, δια σκοπούς αναγομένους εις θρησκείαν διαφόρον της ιδίας αυτού.

’ρθρον 19
1. Έκαστος έχει το δικαίωμα ελευθερίας του λόγου και της καθ’ οιονδήποτε τρόπον εκφράσεως.

2. Το δικαίωμα τούτο περιλαμβάνει την ελευθερίαν της γνώμης, της λήψεως και μεταδόσεως πληροφοριών και ιδεών άνευ επεμβάσεως οιασδήποτε δημόσιας αρχής και ανεξαρτήτως συνόρων.

3. Η ενάσκησις των δικαιωμάτων, περί ών η πρώτη και δευτέρα παράγραφος του παρόντος άρθρου, δύναται να υποβληθή εις διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή ποινάς, προδιαγεγραμμένους υπό του νόμου και αναγκαίους μόνον προς το συμφέρον της ασφαλείας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημοσίας ασφάλειας ή της δημοσίας τάξεως ή της δημοσίας υγείας ή των δημοσίων ηθών ή προς προστασίαν της υπολήψεως ή των δικαιωμάτων άλλων ή προς παρεμπόδισιν της αποκαλύψεως πληροφοριών ληφθεισών εμπιστευτικώς ή προς διατήρησην του κύρους και της αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας.

4. Η κατάσχεσις εφημερίδων ή άλλων εντύπων δεν επιτρέπεται άνευ εγγράφου αδείας του γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας, ήτις δέον να επικυρωθή δι’ αποφάσεως αρμοδίου δικαστηρίου εντός εβδομήκοντα δύο ωρών το βραδύτερον, εν περιπτώσει δε μη επικυρώσεως αίρεται η κατάσχεσις.

5. Ουδέν εκ των διαλαμβανομένων εις το παρόν άρθρον εμποδίζει την Δημοκρατίαν ν’ απαιτή την έκδοσιν αδείας λειτουργίας επιχειρήσεων ραδιοφωνικών ή κινηματογραφικών ή τηλεοράσεως.

Αρθρον 20
1. Έκαστος έχει το δικαίωμα να εκπαιδεύεται και έκαστον άτομον ή ίδρυμα έχει το δικαίωμα να παρέχη εκπαίδευσιν, τηρουμένων των διατυπώσεων, όρων και περιορισμών των επιβαλλομένων υπό του οικείου κοινοτικού νόμου, των αναγκαίων μόνον προς το συμφέρον της ασφάλειας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας τάξεως ή της δημοσίας υγείας ή των δημοσίων ηθών ή του βαθμού και της ποιότητος της παιδείας ή προς προστασίαν των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων, συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματος των γονέων, όπως διασφαλίζωσιν υπέρ των τέκνων αυτών εκπαίδευσιν συνάδουσαν προς τας θρησκευτικάς αυτών πεποιθήσεις.

2. Μερίμνη της ελληνικής και της τουρκικής Κοινοτικής Συνελεύσεως, η στοιχειώδης εκπαίδευσις θέλει καταστή δωρεάν προσιτή εν τοις αντιστοίχους κοινοτικοίς σχολείοις της στοιχειώδους εκπαιδεύσεως.

3. Η στοιχειώδης εκπαίδευσις είναι υποχρεωτική δια πάντας τους πολίτας τους έχοντας συμπληρώσει την απαιτούμενην ηλικίαν, ως θέλει ορίση ο οικείος κοινοτικός νόμος.

4. Μερίμνη της ελληνικής και της τουρκικής Κοινοτικής Συνελεύσεως θα καταστή προσιτή, πλήν της στοιχειώδους, και η περαιτέρω εκπαίδευσις εις ενδεδειγμένα και άξια υποστηρίξεως πρόσωπα, υφ’ ούς όρους και προϋποθέσεις θα ορίση ο οικείος κοινοτικός νόμος.

’ρθρον 21
1. Έκαστος έχει το δικαίωμα του συνέρχεσθαι ειρηνικώς.

2. Έκαστος έχει το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι μετ’ άλλων, περιλαμβανομένου του δικαιώματος ιδρύσεως συντεχνιών και προσχωρήσεως εις ταύτας προς προστασίαν των ιδεών αυτού συμφερόντων. Παρά τους κατά την τρίτην παράγραφον του παρόντος άρθρου περιορισμούς, ουδείς εξαναγκάζεται να προσχωρήση εις οιονδήποτε συνεταιρισμόν ή να συνεχίση να μετέχη αυτού ως μέλος.

3. Ουδείς άλλος περιορισμός επιβάλλεται επί της ασκήσεως των δικαιωμάτων τούτων πλην των υπό του νόμου καθοριζομένων, απολύτως δε αναγκαίων μόνον προς το συμφέρον της ασφαλείας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας τάξεως ή της δημοσίας υγείας ή των δημοσίων ηθών ή της προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των ηγγυημένων υπό του παρόντος. Συντάγματος εις παν πρόσωπον, είτε το πρόσωπον τούτο μετέχει τοιαύτης συγκεντρώσεως ή είναι μέλος τοιούτου συνεταιρισμού, είτε ου.

4. Απαγορεύεται πας συνεταιρισμός έχων αντικείμενον ή δράσιν αντιθέτους προς την συνταγματικήν τάξιν.

5. Ο νόμος δύναται να υποβάλη εις περιορισμούς την άσκησιν των δικαιωμάτων τούτων υπό προσώπων ανηκόντων εις τας ενόπλους δυνάμεις, την αστυνομίαν ή την χωροφυλακήν.

6. Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται επίσης επί συστάσεως εταιρειών παντός είδος και άλλων κερδοσκοπικών συνεταιρισμών, τηρουμένων των διατάξεων οιουδήποτε νόμου ρυθμίζοντος τα της ιδρύσεως ή τα της κτήσεως της νομικής προσωπικότητος, τα των μετεχόντων μελών, περιλαμβανομένων των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων τούτων, τα της διαχειρίσεως και τα της εκκαθαρίσεως και διαλύσεως αυτών.

’ρθρον 22
1. Πας συμπληρώσας την προς γάμον ηλικίαν είναι ελεύθερος να συνάψη γάμον και ιδρύση οικογένειαν, συμφώνως τω εφαρμοστέω δι’ έκατον πρόσωπον, δυνάμει των διατάξεων του Συντάγματος, δικαίω περί γάμου.

2. Αι διατάξεις της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται ως ακολούθως εις τας επομένας περιπτώσεις:

(α) εάν το εφαρμοστέον δι’ αμφοτέρους τους μέλλοντας να τελέσωσι γάμον, ως εν άρθρω 111 ορίζεται, δίκαιον περί γάμου δεν είναι το αυτό, οι μέλλοντες να τελέσωσι γάμον δυνανται να επιλέξωσιν όπως ο γάμος αυτών διέπεται υπό του δικαίου του εφαρμοστέου δι’ εκάτερον τούτων, συμφώνως τω ειρημένω άρθρω,

(β) εάν αι διατάξεις του άρθρου 111 δεν είναι εφαρμοστέαι δια τους μελλοντας να τελέσωσι γάμον και ουδείς εξ αυτών είναι μέλος της τουρκικής κοινότητος, ο γάμος αυτών διέπεται υπό νόμου της Δημοκρατίας, ψηφιζομένου υπό της Βουλής, ο οποίος δεν δύναται να περιλαμβάνη περιορισμούς άλλους πλήν των αφορώντων εις την ηλικίαν, την υγείαν, τον βαθμόν συγγενείας και την απαγόρευσιν της πολυγαμίας,

(γ) εάν αι διατάξεις του άρθρου 111 είναι εφαρμοστέαι μόνον δι’ εκάτερον των μελλόντων να τελέσωσι γάμον και ο έτερος εξ αυτών δεν είναι μέλος της τουρκικής κοινότητος, ο γάμος διέπεται υπό νόμου της Δημοκρατίας, ως ορίζεται εν εδαφίω (β) της παρούσης παραγράφου, τηρουμένου του όρου, ότι οι μέλλοντες να τελέσωσι γάμον δύνανται να επιλέξωσιν όπως ο γάμος αυτών διέπεται υπό του εφαρμοστέου συμφώνως τω άρθρω 111 δι’ εκάτερον αυτών δικαίου, εφ’ όσον τούτο
επιτρέπει τοιούτον γάμον.

3. Ουδέν των εν τω παρόντι άρθρω περιλαμβανομένων επηρεάζει καθ’ οιονδήποτε τρόπον τα δικαιώματα, πλήν των εις τον γάμον αναφερομένων, της ελληνικής ορθοδόξου Εκκλησίας, ως προς τους ανήκοντας εις αυτήν, ή οιασδήποτε θρησκευτικής ομάδος, δι’ ήν εφαρμόζονται αι διατάξεις της τρίτης παραγράφου του άρθρου 2, ως προς τα μέλη αυτής, ως εν τω Συντάγματι ορίζεται.

’ρθρον 23
1. Έκαστος, μόνος ή από κοινού μετ’ άλλων, έχει το δικαίωμα να αποκτά, να είναι κύριος, να κατέχη, απολαύη ή διαθέτη οιανδήποτε κινητήν ή ακίνητον ιδιοκτησίαν, και δικαιούται να απαιτή τον σεβασμό του τοιούτου δικαιώματος αυτού.

Το δικαίωμα της Δημοκρατίας επί των υπογείων υδάτων, ορυχείων και μετάλλων και αρχαιοτήτων διαφυλάσσεται.

2. Στέρησις ή περιορισμός οιουδήποτε τοιούτου δικαιώματος δεν δύναται να επιβληθή, ειμή ως προβλέπεται υπό του παρόντος άρθρου,

3. Η άσκησις τοιούτου δικαιώματος δύναται να υποβληθή δια νόμου εις όρους, δεσμεύσεις ή περιορισμούς απολύτως απαραιτήτους προς το συμφέρον της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας υγείας ή των δημοσίων ηθών ή της πολεοδομίας ή της αναπτύξεως και χρησιμοποιήσεως οιασδήποτε ιδιοκτησίας προς προαγωγήν της δημόσιας ωφελείας ή προς προστασίαν των δικαιωμάτων τρίτων.

Δια πάντα τοιούτον όρον, δέσμευσιν ή περιορισμόν, όστις μειώνει ουσιωδώς την οικονομικήν αξίαν της τοιαύτης ιδιοκτησίας, δέον να καταβάλληται το ταχύτερον δίκαια αποζημίωσις, καθοριζομένη, εν περιπτώσει διαφωνίας, υπό πολιτικού δικαστηρίου.

4. Οιαδήποτε κινητή ή ακίνητος ιδιοκτησία ή οιονδήποτε δικαίωμα ή συμφέρον επί τοιαύτης ιδιοκτησίας δύναται να απαλλοτριωθή αναγκαστικός υπό της Δημοκρατίας ή υπό Κοινοτικής Συνελεύσεως υπέρ εκπαιδευτικών, θρησκευτικών, φιλανθρωπικών ή αθλητικών σωματείων, οργανώσεων ή ιδρυμάτων υποκειμένων εις την αρμοδιότητα αυτής, και μόνο εις βάρος προσώπων ανηκόντων εις την αντίστοιχον κοινότητα, ως επίσης και υπό νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή οργανισμού κοινής ωφέλειας προς ούς έχει παραχωρηθή τοιούτον δικαίωμα υπό του νόμου, και δη μόνον:

(α)προς εξυπηρέτησιν σκοπού δημοσίας ωφελείας, ειδικώς καθορισμένου δια γενικού περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως νόμου, όστις θέλει θεσπιστή εντός έτους από της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος,

(β)του τοιούτου σκοπού εξειδικευομένου δι’ ητιολογημένης αποφάσεως της απαλλοτριούσης αρχής, εκδιδομένης κατά τας διατάξεις του νόμου τούτου, περιλαμβανούσης σαφώς τους λόγους της τοιαύτης απαλλοτριώσεως, και

(γ)επί καταβολή τοις μετρητοις και προκαταβολικώς δικαίας και ευλόγου αποζημιώσεως, καθορισμένης εν περιπτώσει διαφωνίας υπό πολιτικού δικαστηρίου

5. Οιαδήποτε ακίνητος ιδιοκτησία, ή δικαίωμα ή συμφέρον επί τοιαύτης ιδιοκτησίας, απαλλοτριωθείσα αναγκαστικώς, θα χρησιμοποιηθή αποκλειστικώς προς τον δι’ όν απηλλοτριώθη σκοπόν. Εάν εντός τριών ετών από της απαλλοτριώσεως δεν καταστή εφικτός ο τοιούτος σκοπός, η απαλλοτριώσασα αρχή, ευθύς μετά την εκπνοήν της ρηθείσης προθεσμίας των τριών ετών, υποχρεούται να προσφέρη την ιδιοκτησίαν επί καταβολή της τιμής κτήσεως εις το πρόσωπον παρ’ ού απηλλοτρίωσεν αυτήν. Το πρόσωπον τούτο δικαιούται, εντός τρίων μηνών από της λήψεως της προσφοράς, να γνωστοποιήση την αποδοχήν ή μη ταύτης. Εφ’ όσον δε γνωστοποιήση ότι αποδέχεται την προσφοράν, η ιδιοκτησία επιστέφεται ευθύς άμα αποδοθή παρά του προσώπου το τίμημα, εντός περαιτέρω προθεσμίας τριών μηνών από της τοιαύτης αποδοχής.

6. Εν περιπτώσει αγροτικής μεταρρυθμίσεως, αι γαίαι διανέμονται μόνον εις άτομα ανήκοντα εις την κοινότητα εις ήν ανήκει και ο ιδιοκτήτης των αναγκαστικώς απαλλοτριωθεισών γαιών.

7. Η τρίτη και τέταρτη παράγραφος του παρόντος άρθρου δεν έχουσιν εφαρμογήν προκειμένου περί διατάξεων οιουδήποτε νόμου περί αναγκαστικής εκτελέσεως εν σχέσει προς οιονδήποτε φόρον ή ποινήν, περί αναγκαστικής εκτελέσεως οιασδήποτε δικαστικής αποφάσεως, ή περί αναγκαστικής εκτελέσεως συμβατικών υποχρεώσεων ή περί παρεμποδίσεως κινδύνου επαπειλούντος την ζωήν ή την ιδιοκτησίαν.

8. Οιαδήποτε κινητή ή ακίνητος ιδιοκτησία δύναται να επιταχθή υπό της Δημοκρατίας, ή υπό Κοινοτικής Συνελεύσεως υπέρ εκπαιδευτικών, θρησκευτικών, φιλανθρωπικών ή αθλητικών σωματείων, οργανώσεων ή ιδρυμάτων υποκειμένων εις την αρμοδιότητα αυτής, και εφ’ όσον ο ιδιοκτήτης και το δικαιούμενον κατοχής της ιδιοκτησίας άτομον ανήκουσιν εις την αντίστοιχον κοινότητα, και δη μόνον:

(α)προς εξυπηρέτησιν σκοπού δημοσίας ωφελείας ειδικώς καθορισμένου δια γενικού νόμου περί επιτάξεων, όστις θέλει θεσπισθή εντός έτους από της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος,

(β)του τοιούτου σκοπού εξειδικευομένου δι’ ητιολογημένης αποφάσεως της επιβαλλούσης την επίταξιν αρχής, εκδιδομένης κατά τας διατάξεις του νόμου τούτου και περιλαμβανούσης σαφώς τους λόγους της τοιαύτης επιτάξεως,

(γ)δια περίοδον μη υπερβαίνουσαν την τριετίαν, και

(δ)επί καταβολή τοις μετρητοίς, το ταχύτερον, δικαίας και ευλόγου αποζημιώσεως, καθοριζομένης εν περιπτώσει διαφωνίας υπό πολιτικού δικαστηρίου.

9. Ουδεμία εν τούτοις επιβάλλεται αποστέρησις ή όρος, περιορισμός ή δέσμευσις του εις την πρώτην παράγραφον του παρόντος άρθρου προβλεπομένου δικαιώματος επί οιασδήποτε κινητής ή ακινήτου ιδιοκτησίας ανηκούσης εις οιανδήποτε επισκοπήν, μοναστήριον, ναόν ή οιονδήποτε άλλον εκκλησιαστικόν οργανισμόν, ή οιουδήποτε δικαιώματος ή συμφέροντος επί αυτής, ειμή τη εγγράφω συναινέσει της αρμοδίας εκκλησιαστικής αρχής, της εχούσης τον έλεγχον της ιδιοκτησίας ταύτης, η δε παρούσα διάταξις ισχύει και επί των περιπτώσεων περί ών αι διατάξεις της τρίτης παραγράφου, πλήν των όρων, περιορισμών ή δεσμεύσεων πρός το συμφέρον παλεοδομίας, και της τέταρτης, εβδόμης και ογδόης παραγράφου του παρόντος άρθρου.

10. Ουδεμία εν τούτοις επιβάλλεται αποστέρησις ή όρος, περιορισμός ή δέσμευσις οιουδήποτε δικαιώματος προβλεπόμενου εις τη πρώτην παράγραφον του παρόντος άρθρου επί οιασδήποτε κινητής ή ακινήτου βακουφικής ιδιοκτησίας, περιλαμβανούσης τα αντικείμενα και τα υποκείμενα των βακουφικών και των ιδιοκτησιών των ανηκουσών εις τα τεμένη ή εις οιαδήποτε άλλα μουσουλμανικά θρησκευτικά ιδρύματα, ή οιουδήποτε δικαιώματος ή συμφέροντος επ’ αυτών, ειμή τη εγκρίσει της τουρκικής Κοινοτικής Συνελεύσεως και συμφώνως προς τους νόμους και τας αρχάς των βακουφικών, η δε παρούσα διάταξις ισχύει και επί των περιπτώσεων περί ών αι διατάξεις της τρίτης παραγράφου, πλην των όρων, περιορισμών ή δεσμεύσεων πρός το συμφέρον πολεοδομίας, και της τέταρτης, εβδόμης και ογδόης παραγράφου του παρόντος άρθρου.

11. Πας ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα προσφυγής εις το δικαστήριον, εν σχέσει προς οιανδήποτε των διατάξεων του παρόντος άρθρου ή κατ’ εφαρμογήν αυτών, η δε τοιαύτη προσφυγή αναστέλλει την διαδικασίαν της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως. Εν περιπτώσει οιουδήποτε όρου, περιορισμού ή δεσμεύσεως κατ’ εφαρμογήν της τρίτης παραγράφου του παρόντος άρθρου, το δικαστήριον δυνάται να διατάσση αναστολήν οιασδήποτε σχετικής διαδικασίας. Πάσα απόφασις δικαστηρίου
εκδιδομένη κατ’ εφαρμογήν της παρούσης παραγράφου υπόκειται εις έφεσιν.

’ρθρον 24
1. Έκαστος υποχρεούται να συνεισφέρει εις τα δημόσια βάρη αναλόγως των δυνάμεων αυτού.

2. Ουδεμία τοιαύτη συνεισφορά, δια καταβολής φόρου, τέλους ή εισφοράς οιασδήποτε φύσεως, επιβάλλεται, ειμή δια νόμου ή κατ’ εξουσιοδότησιν νόμου.

3. Ουδείς φόρος, τέλος, ή εισφορά οιασδήποτε φύσεως επιβάλλεται αναδρομικώς. Εισαγωγικοί δασμοί δύναται να απιβάλλωνται από της ημερομηνίας της καταθέσεως της σχετικής προτάσεως νόμου ή νομοσχεδίου.

4. Ουδείς φόρος, τέλος ή εισφορά οιασδήποτε φύσεως, εξαιρέσει των τελωνειακών δασμών, δύναται να είναι καταστρεπτικής ή απαγορευτικής φύσεως.

’ρθρον 25 1. Έκαστος έχει το δικαίωμα να ασκή οιονδήποτε επάγγελμα ή να επιδίδεται εις οιανδήποτε απασχόλησιν, εμπόριον ή επικερδή εργασίαν. 2. Η άσκησις του δικαιώματος τούτου δύναται να υπαχθή εις τους υπότου νόμου τιθεμένους όρους, περιορισμούς ή διατυπώσεις, αναφερομένους αποκλειστικώς εις τα συνήθως απαιτούμενα δια την άσκησιν οιουδήποτε επαγγέλματος προσόντα, ή οίτινες είναι απαραίτητοι μόνον προς το συμφέρον της ασφαλείας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας τάξεως ή της δημοσίας υγείας ή των δημοσίων ηθών ή της προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών, των ηγγυημένων υπό του Συντάγματος εις οιονδήποτε πρόσωπον, ή προς το δημόσιον συμφέρον, υπό τον όρον ότι διατυπώσεις, όροι και περιορισμοί δεν θα τίθενται δια νόμου κατ’ επίκλησιν του δημοσίου συμφέροντος εφ’ όσον είναι αντίθετοι προς τα συμφέροντα εκατέρας κοινότητος.

3. Κατ’ εξαίρεσιν των προμνησθεισών διατάξεων του παρόντος άρθρου, ο νόμος δύναται να ορίση, εφ’ όσον τούτο συνάδη προς το δημόσιον συμφάρον, ότι ωρισμέναι επιχειρήσεις παρέχουσαι ουσιώδη δημοσίαν υπηρεσίαν, σχετικαί προς την εκμετάλλευσιν των πηγών ενεργείας ή άλλων φυσικών πόρων, θα ασκώνται αποκλειστικώς υπό της Δημοκρατίας ή υπό του δήμου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ιδρυομένου προς τον σκοπόν τούτον υπό του ανωτέρω νόμου και διοικουμένου υπό τον έλεγχον της Δημοκρατίας, και του οποίου το κεφάλαιον δύναται να προέρχηται εκ δημοσίων και ιδιωτικών πόρων ή μόνον εξ εκατέρας των πηγών τούτων.

Εφ’ όσον όμως τοιαύτη επιχείρησις ησκείτο υπό οιουδήποτε προσώπου, πλην δήμου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου,αι χρησιμοποιηθείσαι δια την τοιαύτην επιχείρησιν εγκαταστάσεις, τη αιτήσει του ενδιαφερομένου, εξαγοράζονται, επί τη καταβολή δικαίου τιμήματος, υπό της Δημοκρατίας ή του δήμου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, αναλόγως της περιπτώσεως.

’ρθρον 26
1. Έκαστος έχει το δικαίωμα του συμβάλλεσθαι ελευθέρως. Τούτο υπόκειται εις όρους, περιορισμούς ή δεσμεύσεις, τιθεμένους επί τη βάσει των γενικών αρχών του δικαίου των συμβάσεων. Νόμος θέλει προβλέψη δια την πρόληψιν εκμεταλεύσεως υπό προσώπων, άτινα διαθέτουσιν ιδιάζουσαν οικονομικήν ισχύν.

2. Νόμος δύναται να ρυθμίση τας συλλογικάς συμβάσεις εργασίας, υποχρεωτικώς εφαρμοζομένας υπό των εργοδοτών και των εργαζομένων, προστατευομένων επαρκώς των δικαιωμάτων οιουδήποτε ατόμου αδιακρίτως της αντιπροσωπεύσεως τούτου κατά την σύναψιν τοιαύτης συμβάσεως.

’ρθρον 27
1. Το δικαίωμα του απεργείν αναγνωρίζεται και η άσκησις τούτου δύναται να ρυθμισθή υπό του νόμου, προς τον σκοπόν μόνον της προστασίας της ασφάλειας της Δημοκρατίας ή της δημόσιας ασφαλείας ή της διατηρήσεως των εφοδίων και υπηρεσιών, των απαραιτήτων δια την ζωήν του λαού, ή της προστασίας των υπό του Συντάγματος ηγγυημένων εις οιονδήποτε πρόσωπον δικαιωμάτων και ελευθεριών.

2. Πρόσωπα ανήκοντα εις τας ενόπλους δυνάμεις, την αστυνομίαν και την χωροφυλακήν δεν έχουσι το δικαίωμα του απεργείν. Νόμος δύναται να επεκτείνη την απαγόρευσιν ταύτην και επί των δημοσίων υπαλλήλων.

’ρθρον 28
1. Πάντες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, της διοικήσεως και της δικαιοσύνης, και δικαιούνται να τύχωσι ίσης προστασίας και μεταχειρήσεως.

2. Έκαστος απολαύει πάντων των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των προβλεπομένων υπό του Συντάγματος, άνευ ουδεμίας δυσμενούς διακρίσεως, αμέσου ή εμμέσου, εις βάρος οιουδήποτε ατόμου ένεκα της κοινότητος, της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, της γλώσσης, του φύλου, των πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, της εθνικής ή κοινωνικής καταγωγής, της γεννήσεως, του πλούτου, της κοινωνικής τάξεως αυτού ή ένεκα οιουδήποτε άλλου λόγου, εκτός εάν δια ρητής διατάξεως του Συντάγματος ορίζηται το αντίθετον.

3. Ουδείς πολίτης δικαιούται να χρησιμοποιή τίτλον ευγενείας ή κοινωνικής διακρίσεως, ή να απολαύη οιουδήποτε προνομίου εκ ταύτης, εντός των εδαφικών ορίων της Δημοκρατίας.

4. Ουδείς τίτλος ευγενείας ή άλλης κοινωνικής διακρίσεως απονέμεται ή αναγνωρίζεται εν τη Δημοκρατία.

’ρθρον 29
1. Έκαστος έχει το δικαίωμα, ατομικώς ή ομού μετ’ άλλων, να υποβάλλη εγγράφους αιτήσεις ή παράπονα προς οιανδήποτε αρμοδίαν δημοσίαν αρχήν, δικαιούμενος ν’ ααπαιτήση, όπως αυτή επιληφθή αυτών και αποφασίση ταχέως. Η απόφασις της αρχής ταύτης, δεόντως ητιολογημένη, γνωστοποιείται εγγράφως αμέσως εις τον υποβάλλοντα την αίτησιν ή τα παράπονα, εν πάση περιπτώσει εντός προθεσμίας μη υπερβαινούσης τας τριάκοντα ημέρας.

2. Εφ’ όσον ο ενδιαφερόμενος δεν ικανοποιείται εκ της αποφάσεως, ή οσάκις ουδεμία απόφασις γνωστοποιήται προς αυτόν εντός της καθοριζομένης εν τη πρώτη παραγράφω του παρόντος άρθρου προθεσμίας, δύναται ο ενδιαφερόμενος ν’ αγάγη ενώπιον αρμοδίου δικαστηρίου, την υπόθεσιν, εις ήν αφορά η αίτησις ή το παράπονον αυτού.

’ρθρον 30
1. Εις ουδένα δύναται ν’ απαγορευθή η προσφυγή ενώπιον του δικαστηρίου, εις ό δικαιούται να προσφύγη δυνάμει του Συντάγματος. Η σύστασις δικαστικών επιτρόπων ή εκτάκτων δικαστηρίων υπό οιονδήποτε όνομα απαγορεύεται.

2. Έκαστος, κατά την διάγνωσιν των αστικών αυτού δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή οιασδήποτε κατ’ αυτού ποινικής κατηγορίας, δικαιούται ανεπηρεάστου δημοσίας ακροαματικής διαδικασίας εντός ευλόγου χρόνου, ενώπιον ανεξαρτήτου, αμερολήπτου και αρμοδίου δικαστηρίου ιδρυομένου δια νόμου. Αι αποφάσεις των δικαστηρίων δέον να είναι ητιολογημέναι και ν’ απαγγέλλωνται εν δημοσία συναδριάσει, πλήν όμως ο τύπος και το κοινόν δύνανται ν’ αποκλεισθώσιν εξ ολοκλήρου ή μέρους της δίκης τη αποφάσει του δικαστηρίου, οσάκις απαιτή τούτο το συμφέρον της ασφαλείας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή

της δημοσίας τάξεως ή της δημοσίας ασαφλείας ή των δημοσίων ηθών ή το συμφέρον των ανηλίκων ή η προστασία της ιδιωτικής ζωής των διαδίκων, ή υπό ειδικάς συνθήκας, καθ’ άς, κατά την κρίσιν του δικαστηρίου, η δημοσιότης θα ηδύνατο να επηρεάση δυσμενώς το συμφέρον της δικαιοσύνης.

3. Έκαστος έχει το δικαίωμα:

(α)να πληροφορηθή τους λόγους, δι’ ούς καλείται να εμφανισθή ενώπιον του δικαστηρίου,

(β)να προβάλη τους ισχυρισμούς αυτού ενώπιον του δικαστηρίου, και να έχη χρόνον επαρκή δια την προπαρασκευήν τούτων,

(γ)να προσάγη ή να προκαλή την προσαγωγήν των μέσων αποδείξεως και να εξετάζη μάρτυρας συμφώνως τω νόμω,

(δ) να έχη συνήγορον της ιδίας αυτού εκλογής, και να έχη δωρεάν νομικήν αρωγήν, οσάκις το συμφέρον της δικαιοσύνης απαιτή τούτο όπως ο νόμος ορίζη,

(ε)να έχη δωεάν συμπαράστασιν διερμηνέως, εφ’ όσον δεν δύναται να κατανοή ή ομιλή την εν τω δικαστηρίω χρησιμοποιουμένην γλώσσαν.

’ρθρον 31
Τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος και οιωνδήποτε δυνάμει τούτου ψηφιζομένων εκλογικών νόμων της Δημοκρατίας ή της αρμοδίας Κοινονικής Συνελεύσεως, πας πολίτης δικαιούται να ψηφίζη εις οιανδήποτε εκλογήν διενεργουμένην συμφώνως τω Συντάγματι και οιωδήποτε τοιούτω νόμω.

’ρθρον 32
Ουδέν εκ των διαλαμβανομένων εν τω παρόντι μέρει εμποδίζει την Δημοκρατίαν να ρυθμίση δια νόμου οιονδήποτε θέμα σχετικόν προς τους αλλοδαπούς, κατά τρόπον συνάδοντα προς το διεθνές δίκαιον.

’ρθρον 33
1. Τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος των σχετικών προς την κατάστασιν εκτάκτου ανάγκης, τα υπό του παρόντος μέρους ηγγυημένα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίαι δεν υπόκεινται εις οιονδήποτε έτερον όρον, δέσμευσιν ή περιορισμόν, πλην των εν τω παρόντι μέρει οριζομένων.

2. Αι διατάξεις του παρόντος μέρους, αι αναφερόμεναι εις τοιούτους όρους, δεσμεύσεις ή περιορισμούς, δέον να ερμηνεύωνται στενώς και να μή εφαρμόζωνται δι’ οιονδήποτε σκοπόν διάφορον εκείνου δι’ όν εθεσπίσθησαν.

’ρθρον 34
Ουδέν εκ των εν τω παρόντι μέρει διαλαμβανομένων δύναται να ερμηνευθή ως παρέχον οιονδήποτε δικαίωμα εις οιανδήποτε κοινότητα, ομάδα ή άτομον να επιδοθή εις οιανδήποτε δράσιν ή εκτέλεσιν οιασδήποτε πράξεως σκοπούσης την υπονόμευσιν ή την κατάργησιν της υπό του Συντάγματος καθιδρυομένης συνταγματικής τάξεως ή την κατάργησιν οιουδήποτε εκ των εν τω παρόντι μέρει καθοριζομένων δικαιωμάτων ή ελευθεριών ή τον περιορισμόν αυτών εις μεγαλύτερον του οριζομένου εν τω παρόντι μέρει βαθμόν.

’ρθρον 35
Αι νομοθετικαί, εκτελεστικαί και δικαστικαί αρχαί της Δημοκρατίας υποχρεούνται να διασφαλίζωσι την αποτελεσματικήν εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος μέρους, εκάστη εντός των ορίων της αρμοδιότητας αυτής.

    

Μέρος ΙΙΙ. Περί του Προέδρου της Δημοκρατίας, του Αντιπροέδρου και του Υπουργικού Συμβουλίου



’ρθρον 36
1. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ο Αρχηγός της Πολιτείας και προηγείται πάντων εν τη Δημοκρατίαν.

Ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ο Υπαρχηγός της Πολιτείας και προηγείται πάντων εν τη Δημοκρατία, επόμενος τω Προέδρω της Δημοκρατίας.

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αναπληρούται ή αντικαθίσταται εν τη ασκήσει του λειτουργήματος αυτού, εν περιπτώσει προσωρινής απουσίας ή προσωρινού κωλύματος, ως εν τη δευτέρα παράγραφω του παρόντος άρθρου ορίζεται.

2. Εν περιπτώσει προσωρινής απουσίας ή προσωρινού κωλύματος του Προέδρου της Δημοκρατίας ή του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, και εφ’ όσον χρόνον διαρκούσι ταύτα, ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος της Βουλής και, εν περιπτώσει απουσίας αυτών ή εκκρεμούσης της πληρώσεως οιουδήποτε των αξιωμάτων τούτων, οι αναπληρούντες τούτους αντιστοίχως, συμφώνως τω άρθρω 72, βουλευταί ασκούσιν αντιστοίχως το λειτούργημα του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας.

’ρθρον 37
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ως Αρχηγός της Πολιτείας:

(α)αντιπροσωπεύει την Δημοκρατίαν εις πάσας τας επισήμους αυτής εκδηλώσεις,

(β)υπογράφει τα διαπιστευτήρια διπλωματικών απεσταλμένων, διοριζομένων συμφώνως τω άρθρω, 54, και δέχεται τα διαπιστευτήρια των παρ’ αυτώ διαπεπιστευμένων ξένων διπλωματικών απεσταλμένων,

(γ)υπογράφει-

(αα)τα διαπιστευτήρια των αντιπροσώπων, των διοριζομένων συμφώνως τω άρθρω 54 προς διαπραγμάτευσιν διεθνών συνθηκών, συμβάσεων ή άλλων συμφωνιών ή προς υπογραφήν οιωνδήποτε τοιούτων συνθηκών, συμβάσεων ή συμφωνιών, δι’ άς διεξήχθησαν διαπραγματεύσεις ως ορίζεται εν τω Συντάγματι,

(ββ)την πράξιν, την αφορώσαν εις κατάθεσιν των οργάνων επικυρώσεως οιωνδήποτε διεθνών συνθηκών, συμβάσεων ή συμφωνιών, κυρωθεισών ή εγκριθεισών ως ορίζεται εν τω Συνταγμάτι,

(δ)απονέμει τας τιμητικάς διακρίσεως και τα κεκανονισμένα παράσημα.

’ρθρον 38
1. Ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας, ως Υπαρχηγός της Πολιτείας, έχει το δικαίωμα να:

(α)παρίσταται εις πάσας τας επισήμους εκδηλώσεις,

(β)παρίσταται κατά την υποβολήν των διαπιστευτηρίων των ξένων διπλωματικών απεσταλμένων,

(γ)εισηγείται εις τον Πρόεδρον της Δημοκρατίας την απονομήν τιμητικών διακρίσεων ή κεκανονισμένων παρασήμων της Δημοκρατίας εις μέλη της τουρκικής κοινότητος, του Προέδρου υποχρεουμένου να αποδεχθή την εισήγησιν, εκτός εάν υφίστανται σοβαροί λόγοι μη αποδοχής αυτής. Αι κατά την παρούσαν διάταξιν απονεμόμεναι τιμητικαί διακρίσεις και παράσημα παραδίδονται εις τον τιμηθέντα υπό του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, εάν ούτος επιθυμή τούτο.

2. Ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας ειδοποιείται εγγράφως και εγκαίρως προκειμένου περί των εν εδαφίοις (α) και (β) της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου επισήμων εκδηλώσεων ή τελετών.

’ρθρον 39
1. Η εκλογή του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας είναι άμεσος, δια καθολικής και μυστικής ψηφοφορίας, και, πλήν της περιπτώσεως αναπληρωματικής εκλογής, διεξάγεται την αυτήν ημέραν, αλλά κεχωρισμένως. Εν εκατέρα περιπτώσει, όμως, εάν εμφανισθή μόνον είς υποψήφιος, ούτος ανακηρύσσεται ως εκλεγείς.

2. Ο υποψήφιος, ο λαμβάνων υπέρ τα πεντήκοντα επί τοις εκατόν των δοθεισών εγκύρων ψήφων, εκλέγεται. Εάν μηδείς των υποψηφίων λάβη τον απαιτούμενον αριθμόν ψήφων, η εκλογή επαναλαμβάνεται, κατά αντίστοιχον ημέραν της αμέσως επομένης εβδομάδος, μεταξύ των δύο υποψηφίων των λαβόντων τον μεγαλύτερον αριθμόν των δοθεισών εγκύρων ψήφων, και ο υποψήφιος ο λαμβάνων κατά την επαναληπτικήν ταύτην εκλογήν τον μέγιστον αριθμόν των δοθεισών εγκύρων ψήφων θεωρείται ως εκλεγείς.

3. Εάν η εκλογή δεν δύναται να διεξαχθή, λόγω εκτάκτων και απροβλέπτων συνθηκών, οίον σεισμού, πλημμυρών γενικής επιδημίας και παρομοίων αιτίων, κατά την συμφώνως τω Συντάγματι οριζομένην ημέραν, η εκλογή διενεργείται την αντίστοιχον ημέραν της αμέσως επομένης εβδομάδας.

’ρθρον 40
Πας τις δικαιούται να θέση υποψηφιότητα προς εκλογήν αυτού ως Πρόεδρος ή ως Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, εφ’ όσον κατά τον χρόνον της εκλογής:

(α)είναι πολίτης της Δημοκρατίας,

(β)συνεπλήρωσεν το τριακοστόν πέμπτον έτος της ηλικίας αυτού,

(γ)δεν έχει καταδικασθή, κατά την ημέραν της ενάρξεως ισχύος του Συντάγματος ή μετ’ αυτήν, δι’ αδίκημα ατιμωτικόν ή ηθικής αισχρότητος ή δεν έχει στερηθή της εκλογιμότητος κατόπιν αποφάσεως αρμοδίου δικαστηρίου ένεκα οιουδήποτε εκλογικού αδικήματος, και τέλος

(δ)δεν πάσχη εκ διανοητικής νόσου, καθιστώσης τούτον ανίκανον να ασκήση τα καθήκοντα του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας.

’ρθρον 41
1. Το λειτούργημα του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας είναι ασυμβίβαστον προς το αξίωμα του υπουργού ή του βουλευτού ή του μέλους Κοινοτικής Συνελεύσεως ή δημοτικού συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένου του δημάρχου, ή προς την ιδιότητα του ανήκοντος εις τας ενόπλους δυνάμεις ή τας δυνάμεις ασφαλείας της Δημοκρατίας ή προς έτερον δημόσιον ή δημοτικόν αξίωμα ή θέσιν.

Ο όρος ‘δημόσιον αξίωμα ή θέσις’, εν τω παρόντι άρθρω, περιλαμβάνει οιονδήποτε αξίωμα ή θέσιν επ’ αμοιβή εν τη δημοσία υπηρεσία της Δημοκρατίας ή Κοινοτικής Συνελεύσεως, η αμοιβή του οποίου ελέγχεται είτε υπό της Δημοκρατίας είτε υπό Κοινοτικής Συνελεύσεως, και περιλαμβάνει παν αξίωμα ή θέσιν επ’ αμοιβή εις οιονδήποτε νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου ή οργανισμόν κοινής ωφελείας.

2. Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας, κατά την διάρκειαν της θητείας αυτών, δεν δύναται να επιδίδωνται είτε αμέσως είτε εμμέσως, δι’ ίδιον λογαριασμόν ή δια λογαριασμόν οιουδήποτε ετέρου προσώπου, εις οιανδήποτε επί κέρδει ή μη εργασίαν ή ν’ ασκώσιν οιονδήποτε επάγγελμα.

’ρθρον 42
1. Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας εγκαθίστανται υπό της Βουλής, ενώπιον της οποίας δίδουσι την κάτωθι διαβεβαίωσιν:

"Διαβεβαιώ επισήμως πίστιν και σεβασμόν εις το Σύνταγμα και τους συνάδοντας αυτώ νόμους και εις την διατήρησιν της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Δημοκρατίας της Κύπρου"

2. Προς τον σκοπόν τούτον, η Βουλή θα συνεδριάζη κατά την ημέραν καθ’ ήν λήγει η πενταετής θητεία του απερχομένου Προέδρου και Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, εν περιπτώσει δε αναπληρωματικής εκλογής, συμφώνως τη τετάρτη παραγράφω του άρθρου 44, κατά τη τρίτην ημέραν απο της ημερομηνίας της τοιαύτης εκλογής.

’ρθρον 43
1. Η θητεία του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας είναι πενταετής, αρχομένη από της ημέρας της εγκαταστάσεως αυτών, και διαρκεί μέχρι τη εγκαταστάσεως του νέου Προέδρου και Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας.

2. Η θητεία του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, του εκλεγομένου δι’ αναπληρωματικής εκλογής συμφώνως τη τετάρτη παραγράφω του άρθρου 44, είναι ίση προς την μη εκπνεύσασαν περίοδον της θητείας του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, αναλόγως της περιπτώσεως, το λειτούργημα του οποίου εξελέγη να καταλάβη.

3. Η εκλογή νέου Προέδρου και Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας διεξάγεται προ της εκπνοής της πενταετούς περιόδου της θητείας των απερχομένων Προέδρου και Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, ούτως ώστε να καθίσταται δυνατή η εγκατάστασις του νέου Προέδρου και Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας κατά την ημέραν, καθ’ ήν η περίοδος αυτή λήγει.

’ρθρον 44
1. Το λειτούργημα του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας παραμείνει άνευ φορέως:

(α)δια του θανάτου αυτού,

(β)δια της εγγράφου παραιτήσεως αυτού, απευθυνομένης προς την Βουλήν μέσω του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Βουλής, και αφ’ ής ληφθή αντιστοίχως παρ’ αυτών,

(γ)λόγω καταδίκης αυτού επί εσχάτη προδοσία ή επί οιωδήποτε άλλω αδικήματι ατιμωτικώ ή ηθικής αισχρότητος,

(δ)λόγω διαρκούς σωματικής ή διανοητικής ανικανότητας ή λόγω απουσίας μη προσωρινής, καθιστώσης αδύνατον την ενεργόν εκπλήρωσιν των καθηκόντων αυτού.

2. Εις πάσας τας ανωτέρω περιπτώσεις, και μέχρι της εγκαταστάσεως του κατά την τετάρτην παράγραφον του παρόντος άρθρου εκλεγησομένου Προέδρου ή Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων αντιστοίχως ασκούσι τα καθήκοντα του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας αντιστοίχως.

3. Το Ανώτατον Συνταγματικον Δικαστήριον αποφασίζει επί παντός ζητήματος γεννωμένου εν σχέσει πρός το εδάφιον (δ) της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου, επί τη αιτήσει του γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας, κατόπιν ψηφίσματος των βουλευτών των ανηκόντων αντιστοίχως εις την κοινότητα του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, εγκρινομένου δι’ απλής πλειοψηφίας, ουδέν όμως τοιούτο ψήφισμα δύναται να εγκριθή και ουδέν σχετικόν θέμα περιλαμβάνεται εις την ημερησίαν διάταξιν ή συζητείται υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων, εάν η πρότασις τοιούτου ψηφίσματος δεν υπογραφή τουλάχιστον υπό του ενός πέμπτου του όλου αριθμού των ανηκόντων εις εκατέραν κοινότητα βουλευτών.

4. Ο νέος Πρόεδρος ή Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται δι’ αναπληρωματικής εκλογής, διενεργουμένης εντός προθεσμίας μη υπερβαινούσης τας τεσσαράκοντα πέντε ημέρας αφ’ ής επήλθεν οιονδήποτε των εν τη πρώτη παραγράφω αναφερομένων γεγονότων.

’ρθρον 45
1. Ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας δεν υπόκεινται εις οιανδήποτε ποινικήν δίωξιν διαρκούσης της θητείας αυτού, ειμή μόνον ως εν τω παρόντι άρθρω ορίζεται.

2. Ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας δύναται να διωχθή επί εσχάτη προδοσία. Την κατηγορίαν εισάγουσιν ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου ο γενικός εισαγγελεύς και ο βοηθός γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας κατόπιν ψηφίσματος της Βουλής των Αντιπροσώπων εγκρινομένου δια μυστικής ψηφοφορίας και πλειοψηφίας τουλάχιστον των τριών τετάρτων του όλου αριθμού των βουλευτών, ουδέν όμως τοιούτον ψήφισμα δύναται να εγκριθή και ουδέν σχετικόν θέμα περιλαμβάνεται εις την ημερησίαν διάταξιν ή συζητείται υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων, εάν η πρότασις τοιούτου ψηφίσματος δεν υπογραφή τουλάχιστον υπό του ενός πέμπτου του όλου αριθμού των βουλευτών.

3. Ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας δύναται να διωχθή ποινικώς δι’ οιονδήποτε αδίκημα ατιμωτικόν ή ηθικής αισχρότητος, κατόπιν αδείας του προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Την κατηγορίαν εισάγουσιν ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου ο γενικός εισαγγελεύς και ο βοηθός γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας.
4. (α)Ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας, από της ποινικής αυτού διώξεις κατ’ εφαρμογήν της δευτέρας ή της τρίτης παραγράφου του παρόντος άρθρου, απέχει της ασκήσεως των καθηκόντων αυτού, εφαρμοζομένων εν τοιαύτη περιπτώσει των διατάξεων της δευτέρας παραγράφου του άρθρου 36.

(β)Ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας δικάζεται, επί οιαδήποτε τοιαύτη ποινική διώξει, υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί τη καταδίκη του εκπίπτει του λειτουργήματος αυτού, επί δε τη αθωώσει του αναλαμβάνει εκ νέου την άσκησιν των καθηκόντων αυτού.

5. Τηρουμένων των διατάξεων της δευτέρας και της τρίτης παραγράφου του παρόντος άρθρου, ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας δεν διώκεται δι’ οιονδήποτε αδίκημα τελεσθέν υπ’αυτού εν τη ασκήσει του λειτουργήματος του, πλην όμως δύναται να διωχθή μετά την λήξιν της θητείας αυτού, δι’ οιονδήποτε έτερον αδίκημα τελεσθέν κατά την διάρκειαν αυτής.

6. Ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας δεν δύναται να εναχθή δι’ οιανδήποτε πράξιν ή παράλειψιν αυτού εν τη εκτελέσει του λειτουργήματος του, ουδέν, όμως, των εν τη παρούση παραγράφω οριζομένων δύναται να ερμηνευθή ως αποστερούν καθ’ οιονδήποτε τρόπον οιονδήποτε πρόσωπο του δικαιώματος εναγωγής της Δημοκρατίας, ως ο νόμος προβλέπει.

’ρθρον 46
Η εκτελεστική εξουσία διασφαλίζεται υπό του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας.

Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας, προς τον σκοπόν της διασφαλίσεως της εκτελεστικής εξουσίας, έχουσιν Υπουργικόν Συμβούλιον αποτελούμενον εξ επτά ελλήνων υπουργών και εκ τριών τούρκων υπουργών. Οι υπουργοί υποδεικνύονται αντιστοίχως υπό του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, οίτινες διορίζουσι τούτους δια πράξεως υπογραφομένης υπό αμφοτέρων. Οι υπουργοί δύνανται να επιλέγωνται και εκτός της Βουλής των Αντιπροσώπων.

Έν εκ κάτωθι υπουργείων, ήτοι το υπουργείον των εξωτερικών, το υπουργείον αμύνης ή το υπουργείον των οικονομικών, ανατίθεται εις τούρκον υπουργόν. Εάν ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας συμφωνώσι, δύναται ν’ αντικαταστήσωσι το σύστημα τούτο δια συστήματος εναλλαγής εκ περιτροπής.

Το Υπουργικόν Συμβούλιον ασκεί εκτελεστικήν εξουσίαν, κατά τα εν άρθρω 54 οριζόμενα.

Αι αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου λαμβάνονται δι’ απολύτου πλειοψηφίας και εκτός εάν ήθελεν ασκηθή υπό του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας ή υπό αμφοτέρων, συμφώνως τω άρθρω 57, το δικαίωμα της οριστικής αρνησικυρίας ή της αναπομπής υπό αυτών, του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, δια δημοσιεύσεως εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας, συμφώνως ταις διατάξεσι του άρθρου 57.

’ρθρον 47
Η εκτελεστική εξουσία, η ασκουμένη από κοινού υπό του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, περιορίζεται εις τα κάτωθι θέματα, ήτοι:

(α)τον καθορισμόν του σχεδίου και του χρώματος της σημαίας της Δημοκρατίας, ως εν άρθρω 4 ορίζεται,

(β)την ίδρυσιν των τιμητικών διακρίσεων και τον καθοριμόν παρασήμων της Δημοκρατίας,

(γ)τον διορισμόν των μελών του Υπουργικού Συμβουλίου δια πράξεως υπογραφόμενης υπό αμφοτέρων, ως εν άρθρω 46 ορίζεται,

(δ)την έκδοσιν των αποφάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου δια δημοσιεύσεως εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας, ως εν άρθρω 57 ορίζεται,

(ε)την έκδοσιν παντός νόμου ή αποφάσεως της Βουλής δια δημοσιεύσεως εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας, ως εν άρθρω 52 ορίζεται,

(στ)τους διορισμούς τους προβλεπόμενους εν άρθροις 112, 115, 118, 124, 126, 131, 133, 153, και 184, τας παύσεις τας προβλεπομένας εν άρθρω 118, και τας παύσεις των διοριζομένων συμφώνως τω άρθρω131,

(ζ)την καθιέρωσιν υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας, ως εν άρθρω 129 ορίζεται,

(η)την μείωσιν ή αύξησιν των δυνάμεων ασφαλείας, ως εν άρθρω 130 ορίζεται,

(θ)την απονομήν χάριτος επί θανατικής ποινής, οσάκις το βλαβέν πρόσωπον και ο καταδικασθείς ανήκωσιν εις διαφόρους κοινότητος, ως εν άρθρω 53 ορίζεται, και την μείωσιν, αναστολήν και μετατροπήν της ποινής, ως εν τω αυτώ άρθρω ορίζεται,

(ια)την δημοσίευσιν εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας αποφάσεων του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, ως εν άρθροις 137, 138, 139 και 143 ορίζεται

(ιβ)την αντικατάστασιν δια συστήματος εκ περιτροπής εναλλαγής του συστήματος διορισμού τούρκου υπουργού εις ένα των τριών υπουργείων, ήτοι των εξωτερικών ή της αμύνης ή των οικονομικών, ως εν άρθρω 46 ορίζεται,

(ιγ)την άσκησιν οιασδήποτε των εξουσιών, των ειδικώς αναφερομένων εις τα εδάφια (δ), (ε), (στ) και (ζ) των άρθρων 48 και 49 και εις τα άρθρα 50 και 51, άς ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας αντιστοίχως δύναται να ασκήση μόνος,

(ιδ)την ανακοίνωσιν μηνυμάτων προς την Βουλήν των Αντιπροσώπων, ως εν άρθρω 79 ορίζεται.

’ρθρον 48
Η εκτελεστική εξουσία, η ασκούμενη υπό του Προέδρου της Δημοκρατίας, περιορίζεται εις τα κάτωθι θέματα, ήτοι:

(α)την υπόδειξιν και παύσιν των ελλήνων υπουργών,

(β)την σύγκλησιν των συνεδριάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου, ως εν άρθρω 55 ορίζεται, την προεδρίαν των συνεδριάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου, και την
καθηκόντων εν τω εξωτερικώ, ως ειδικών απεσταλμένων, εις υπηρετούντας εν τη διπλωματική υπηρεσία. Τον διορισμόν και την τοποθέτησιν προσώπων μη ανηκόντων εις την διπλωματικήν υπηρεσίαν εις οιανδήποτε θέσιν εν τω εξωτερικώ, ως διπλωματικών ή προξενικών αντιπροσώπων, και την ανάθεσιν καθηκόντων εν τω εξωτερικώ, ως ειδικών απεσταλμένων, εις πρόσωπα μη ανήκοντα εις την διπλωματικήν υπηρεσίαν,

(β)την συνομολόγησιν διεθνών συνθηκών, συμβάσεων και συμφωνιών,

(γ)την κήρυξιν πολέμου και την συνομολόγησιν ειρήνης,

(δ)την προστασίαν εν τη αλλοδαπή των πολιτών της Δημοκρατίας και των συμφερόντων αυτών,

(ε)την εγκατάστασιν, το καθεστώς και τα συμφέροντα αλλοδαπών εν τη Δημοκρατία,

(στ)την απόκτησιν ξένης ιθαγενείας υπό πολιτών της Δημοκρατίας και την αποδοχήν υπό τούτων εργασίας παρεχομένης υπό ξένης Κυβερνήσεως, ως και την είσοδον τούτων εις την υπηρεσίαν ξένης Κυβερνήσεως,

Β. Τα ακόλουθα θέματα αμύνης:

(α)την σύνθεσιν και δύναμιν των ενόπλων δυνάμεων και τας πιστώσεις δια ταύτας,

(β)τους διορισμούς στελέχων και την προαγωγήν αυτών,

(γ)την εισαγωγήν πολεμικού υλικού και εκρηκτικών υλών παντός είδους,

(δ)την παροχήν βάσεων και άλλων διευκολύνσεων εις συμμάχους χώρας,

Γ. Τα ακόλουθα θέματα ασφάλειας:

(α)τους διορισμούς στελέχων και την προαγωγήν αυτών,

(β)την κατανομήν και στάθμευσιν δυνάμεων ασφαλείας,

(γ) τα μέτρα εκτάκτου ανάγκης και τον στρατιωτικόν νόμον,

(δ)τους περί αστυνομίας νόμους.

Αποσαφηνίζεται ότι το δικαίωμα αρνησικυρίας, κατ’ εφαρμογήν του ως άνω εδαφίου Γ, περιλαμβάνει παν μέτρον ή απόφασιν εκτάκτου ανάγκης, ουχί όμως τα αφορώντα εις την συνήθη λειτουργίαν της αστυνομίας και της χωροφυλακής.

2. Το ως άνω δικαίωμα αρνησικυρίας δύναται να ασκηθή είτε καθ’ ολοκλήρου του νόμου ή αποφάσεως ή καθ’ οιουδήποτε μέρους αυτού, εν δε τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ο νόμος ή η απόφασις αναπέμπονται εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων, ίνα αύτη αποφασίση αν το υπόλοιπον μέρος του νόμου ή της απόφάσεως θα σταλή ή μη προς έκδοσιν δυνάμει των σχετικών διατάξεων του Συντάγματος.

3. Το συμφώνως τω παρόντι άρθρω δικαίωμα αρνησικυρίας ασκείται εντός της προθεσμίας, της οριζομένης υπό του άρθρου 52 δια την έκδοσιν του νόμου ή της αποφάσεως της Βουλής των Αντιπροσώπων.

’ρθρον 51
1. Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας, ιδία εκάτερος ή από κοινού, δικαιούνται ν’ αναπέμψωσιν οιονδήποτε νόμον ή απόφασιν της Βουλής των Αντιπροσώπων προς επανεξέτασιν.

2. ’μα τη ψηφίσει του προϋπολογισμού υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων, ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας, ιδία εκάτερος ή απο κοινού, δύναται ν’ αναπέμψωσιν εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων τον προϋπολογισμόν, επί τω λόγω ότι, κατά την κρίσιν ενός εκάστου ή αμφοτέρον, γίνεται δυσμενής διάκρισις.

3. Εν περιπτώσει αναπομπής οιουδήποτε νόμου ή αποφάσεως ή τμήματος αυτών εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων, ως ορίζεται εν τη πρώτη παραγράφω του παρόντος άρθρου, η Βουλή των αντιπροσώπων αποφασίζει επί του αναπενφθέντος θέματος εντός δέκα πέντε ημερών από της αναπομπής, εν περιπτώσει δε αναπομπής του προϋπολογισμού, συμφώνως τη δευτέρα παραγράφω του παρόντος άρθρου, η Βουλή των Αντιπροσώπων αποφασίζει επί του αναπεμφθέντος θέματος εντός τριάκοντα ημερών από της αναπομπής.

4. Εάν η Βουλή των Αντιπροσώπων εμμείνη εις την απόφασιν αυτής, ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας υποχρεούνται, τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος, να εκδώσωσι δια δημοσιεύσεως εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας τον νόμον ή την απόφασιν ή τον προϋπολογισμόν, αναλόγως της περιπτώσεως, εντός της προθεσμίας της οριζομένης δια την έκδοσιν των νόμων και των αποφάσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων.

5. Οσάκις ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας ασκή το δικαίωμα αναπομπής, ως εν τω παρρόντι άρθρω ορίζεται, υποχρεούται αμέσως να ειδοποιή περί τούτου τον έτερον.

6. Το δικαίωμα αναπομπής του παρόντος άρθρου ασκείται εντός της εν άρθρω 52 καθοριζομένης προθεσμίας εκδόσεως των νόμων ή των αποφάσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων.

’ρθρον 52
Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας υποχρεούνται να εκδώσωσι δια δημοσιεύσεως εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας, εντός δέκα πέντε ημερών απο της κοινοποιήσεως εις το αντίστοιχον γραφείον αυτών, οιονδήποτε νόμον ή απόφασιν της Βουλής των Αντιπροσώπων, εκτός εάν εντός της προθεσμίας ταύτης ασκήσωσιν, ιδία εκάτερος ή από κοινού αναλόγως της περιπτώσεως, το δικαίωμα της αρνησικυρίας, ως εν άρθρω 50 ορίζεται, ή το δικαίωμα αναπομπής, ως εν άρθρω 51 ορίζεται, ή το δικαίωμα αναφοράς εις το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον, ως εν άρθροις 140 και 141 ορίζεται, ή, προκειμένου περί του προϋπολογισμού, το δικαίωμα προσφυγής εις το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον, ως εν άρθρω 138 ορίζεται.

’ρθρον 53
1. Ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας έχουσι το δικαίωμα απονομής χάριτος εις άτομα καταδικασθέντα εις θάνατον και ανήκοντα εις την κοινότητα εκατέρου αυτών.

2. Οσάκις το βλαβέν πρόσωπον και ο καταδικασθείς είναι μέλη διαφόρων κοινοτήτων, η χάρις απονέμεται εκ
συμφώνου υπό τε του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, εν περιπτώσει δε διαφωνίας αυτών, υπερισχύει η επιεικεστέρα γνώμη.

3. Διά της απονομής χάριτος, κατή’ εφαρμογή της πρώτης ή της δευτέρας παραγράφου του παρόντος άρθρου, η ποινή του θανάτου μετατρέπεται εις ποινή ισοβίων δεσμών.

4. Εις πάσαν άλλην πλην της ποινής του θανάτου περίπτωσιν, ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας μειώνουσιν, αναστέλλουσιν ή μετατρέπουσιν οιανδήποτε ποινήν επιβληθείσαν υπό οιουδήποτε δικαστηρίου εν τη Δημοκρατία, κατόπιν συμφώνου γνώμης του γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας.

’ρθρον 54
Εξαιρουμένης της εκτελεστικής εξουσίας, της υπό των άρθρων 47, 48 και 49 ρητώς διαφυλασσομένης υπέρ του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, ενεργούντων εκατέρου ιδία ή απο κοινού, το Υπουργικόν Συμβούλιον ασκεί εκτελεστικήν εξουσίαν επί παντός θέματος, πλην των δυνάμει ρητής διατάξεως του Συντάγματος υπαχθέντων εις την αρμοδιότητα Κοινοτικής Συνελεύσεως. Η παρά του Υπουργικού Συμβουλίου ασκουμένη εκτελεστική εξουσία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και τα εξής θέματα:

(α)την γενικήν διεύθυνσιν και τον έλεγχον της διακυβερνήσεως της Δημοκρατίας και την διεύθυνσιν της γενικής πολιτικής,

(β)τας εξωτερικάς υποθέσεις, περί ών γίνεται μνεία εν άρθρω 50,

(γ)την άμυναν και την ασφάλειαν, συμπεριλαμβανομένων των εν άρθρω 50 θεμάτων αυτών,

(δ)τον συντονισμόν και την εποπτείαν πασών των δημοσίων υπηρεσιών,

(ε)την εποπτείαν και την διάθεσιν της ανηκούσης εις την Δημοκρατίαν περιουσίας, συμφώνως προς τας διατάξεις του Συντάγματος και του νόμου,

(στ)την επεξεργασίαν νομοσχεδίων, προ της καταθέσεως αυτών εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων υπό τινος υπουργού,

(ζ)την έκδοσιν κανονιστικών και εκτελεστικών των νόμων διαταγμάτων, ως οι νόμοι ορίζουσιν,

(η)την επεξεργασίαν του προϋπολογισμού της Δημοκρατίας, προ της καταθέσεως αυτού εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων.

’ρθρον 55
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας συγκαλεί το Υπουργικόν Συμβούλιον εις συνεδρίασιν. Η σύγκλησις γίνεται υπό του Προέδρου της Δημοκρατίας, είτε εξ ιδίας πρωτοβουλίας είτε αιτήσει του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας υποβαλλομένη εγκαίρως και περιλαμβανούσης ωρισμένον τι θέμα.

’ρθρον 56
Η ημερησία διάταξις οιασδήποτε συνεδριάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου καταρτίζεται υπό του Προέδρου της Δημοκρατίας κατά την απόλυτον αυτού κρίσιν, και κοινοποιείτε εις πάντα ενδιαφερόμενον προ εκάστης συναδριάσεως. Ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας δύναται να ζητήση παρά του Προέδρου της Δημοκρατίας, όπως περιλάβη εις την ημερήσιαν διάταξιν οιασδήποτε συναδριάσεως οιονδήποτε θέμα. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας περιλαμβάνει το θέμα τούτο εις την ημερήσίαν διάταξιν, εφ’ όσον είναι δυνατή η πρόσφορος συζήτησις αυτού κατά την περί ής η αίτησις συνεδρίασιν, άλλως το θέμα τούτο περιλαμβάνεται εις την ημερησίαν διάταξιν της αμέσως επομένης συναδριάσεως.

’ρθρον 57
1. Εν τη λήψει αποφάσεώς τινος υπό του Υπουργικού Συμβουλίου, η απόφασις κοινοποιείται πάραυτα εις το αντίστοιχον γραφείον του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας.

2. Ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας ή και αμφοτέροι έχουσι το δικαίωμα αναπομπής της αποφάσεως εις το Υπουργικόν Συμβούλιον προς επανεξέτασιν, εντός προθεσμίας τεσσάρων ημερών απο της κοινοποιήσεως αυτής εις το αντίστοιχον γραφείον. Το Υπουργικόν Συμβούλιον προβαίνει εις επανεξέτασιν του θέματος και , εάν εμμείνη εις την απόφασιν αυτού ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας υποχρεούνται να εκδώωσι διά δημοσιεύσεως την τοιαύτην απόφασιν, τηρουμένων των διατάξεων της τετάρτης παραγράφου του παρόντος άρθρου. Η άσκησις, όμως, του δικαιώματος αναπομπής δεν κωλύει, εις άς περιπτώσεις υφίσταται δικαίωμα αρνησικυρίας, τον Πρόεδρον ή τον Αντιπρόεδρον της Δημοκρατίας ή και αμφοτέρους να ασκήσωσι το δικαίωμα αρνησικυρίας εντός προθεσμίας τεσσάρων ημερών από της εις το αντίστοιχον γραφείον κοινοποιήσεως της αποφάσεως, εις ήν εμμένει το Υπουργικόν Συμβούλιον.

3. Εάν η απόφασις αφορά εις τας εξωτερικάς υποθέσεις, την άμυναν ή την ασφάλειαν, περί ών το άρθρον 50, ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας ή και αμφοτέροι έχουσι το δικαίωμα αρνησικυρίας, ασκούμενον εντός προθεσμίας τεσσάρων ημερών από της ημερομηνίας, καθ’ ήν η απόφασις εκοινοποιήθη εις το αντίστοιχον γραφείον.

4. Εάν η απόφασις είναι εκτελεστή και τα δικαιώματα αρνησικυρίας ή αναπομπής δεν ησκήθησαν συμφώνως ταις διατάξεσι της δευτέρας ή της τρίτης παραγράφου του παρόντος άρθρου, ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας εκδίδουσι παραχρήμα, δια δημοσιεύσεως εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας, την απόφασιν, πλην εάν το Υπουργικόν Συμβούλιον ορίση άλλως δια της αποφάσεως αυτού.


’ρθρον 58
1. Έκαστος υπουργός προΐσταται του υπουργείου αυτού.

2. Εξαιρουμένης της εκτελεστικής εξουσίας της ρητώς διαφυλασσόμενης δια του Συντάγματος υπέρ του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, ενεργούντων ιδία εκατέρου ή από κοινού, η υφ’ εκάστου υπουργού ασκουμένη εκτελεστική εξουσία περιλαμβάνει τα κάτωθι θέματα:

(α)την εκτέλεσιν των νόμων, των

σχετικών προς τας αρμοδιότητας του υπουργείου αυτού, και την διοίκησιν πάντων των εμπιπτόντων κατά τα γενικώς κρατούντα εις την αρμοδιότητα του υπουργείου αυτού ζητημάτων και υποθέσεων,

(β)την σύνταξιν διαταγμάτων ή κανονισμών αφορώντων εις το υπουργείον αυτού, προς υποβολήν εις το Υπουργικόν Συμβούλιον,

(γ)την έκδοσιν διαταγών και γενικών οδηγιών προς εκτέλεσιν οιουδήποτε νόμου αφορώντων εις το υπουργείον αυτού και προς εκτέλεσιν οιουδήποτε διατάγματος ή κανονισμού ερειδομένων επί τοιούτου νόμου, και

(δ)την προπαρασκευήν, προς υποβολήν εις Υπουργικόν Συμβούλιον, του τμήματος του προϋπολογισμού της Δημοκρατίας του αναφερομένου εις το υπουργείον αυτού.

’ρθρον 59
1. Ουδείς διορίζεται ως υπουργός, ειμή όταν είναι πολίτης της Δημοκρατίας και έχη τα προσόντα εκλογιμότητος τα απαιτούμενα δι’ υποψήφιον βουλευτήν.

2. Το αξίωμα του υπουργού είναι ασυμβίβαστον προς το του βουλευτού ή του μέλους Κοινοτικής Συνελεύσεως ή δημοτικού συμβουλίου, περιλαμβανομένου και του δημάρχου, ή προς την ιδιότητα του ανήκοντος εις τας ενόπλους δυνάμεις ασφαλείας της Δημοκρατίας ή προς παν έτερον δημόσιον ή δημοτικόν αξίωμα ή θέσιν, εν περιπτώσει δε τούρκου υπουργού και πρός το αξίωμα του θρησκευτικού λειτουργού.
Ο όρος ‘δημόσιον αξίωμα ή θέσις’ έχει εν τη παρούση παραγράφω οίαν έννοιαν έχει και εν τω άρθρω 41.

3. Οι έλληνες υπουργοί θα διατηρώσι το αξίωμα αυτών μέχρις ού παυθώσιν υπό του Προέδρου της Δημοκρατίας, οι δε Τούρκοι υπουργοί μέχρις ού παυθώσιν υπό του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας.

4. Οδιοριζόμενος ως υπουργός υποχρεούνται, πριν ή αναλάβη τα καθήκοντα αυτού, να δώση την ακόλουθον διαβεβαίωσιν ενώπιον του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας:

"Διαβεβαιώ επισήμως πίστιν και σεβασμόν εις το Συνταγμα και τους συνάδοντας αυτώ νόμους, και εις διατήρησιν της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητος της Δημοκρατίας της Κύπρου."

’ρθρον 60
1. Συνιστάται κοινή γραμματεία του Υπουργικού Συμβουλίου, διευθυνομένη υπό δύο γραμματέων, δημοσίων υπαλλήλων, εξ ών ο εις ανήκει εις την ελληνικήν κοινότητα και ο έτερος εις την τουρκικήν κοινότητα.

2. Οι δύο γραμματείς της κοινής γραμματείας του Υπουργικού Συμβουλίου διευθύνουσι το γραφείον του Υπουργικού Συμβουλίου, παρίστανται εις τας συνεδριάσεις αυτού, τηρούντες τα πρακτικά, και διαβιβάζουσι τας αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου εις τας αρμοδίους αρχάς ή εις τα αρμόδια όργανα ή πρόσωπα.

Μέρος IV. Περί της Βουλής των Αντιπροσώπων



’ρθρον 61
Η νομοθετική εξουσία της Δημοκρατίας ασκείται υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων εν παντί θέματι, εξαιρέσει των θεμάτων εκείνων, άτινα ρητώς υπάγονται κατά το Σύνταγμα εις τας Κοινοτικές Συνελεύσεις.

’ρθρον 62
1. Ο αριθμός των βουλευτών ορίζεται εις πεντήκοντα, δύναται δε να μεταβληθή δι’ αποφάσεως της Βουλής των Αντιπροσώπων, λαμβανομένης δια πλειοψηφίας αποτελούμενης εκ των δύο τρίτων των υπό της ελληνικής κοινότητος εκλεγέντων βουλευτών και εκ των δύο τρίτων των υπό της τουρκικής κοινότητος εκλεγέντων βουλευτών.

2. Εκ του κατά την πρώτην παράγραφον του παρόντος άρθρου προβλεπομένου αριθμού των βουλευτών, τα εβδομήκοντα επί τοις εκατόν εκλέγονται υπό της ελληνικής κοινότητος και τα τριάντα τοις εκατόν υπό της τουρκικής κοινότητος, κεχωρισμένως εκ των μελών εκατέρας κοινότητος, και εν περιπτώσει εκλογής, εις ήν οι υποψήφιοι είναι πλείονες του αριθμού των εδρών, διά καθολικής, αμέσου και μυστικής ψηφοφορίας διενεργουμένης κατά την αυτήν ημέραν.

Η αναλογία των βουλευτών, η καθοριζομένη εις την παρούσαν παράγραφον, είναι ανεξάρτητος στατιστικών δεδομένων.

’ρθρον 63
1. Τηρουμένων των διατάξεων της δευτέρας παραγράφου του παρόντος άρθρου, πας πολίτης της Δημοκρατίας έχων συμπληρώσει το εικοστόν πρώτον έτος της ηλικίας αυτού και έχων τα υπό του εκλογικού νόμου καθοριζόμενα προσόντα διαμονής δικαιούται να εγγραφή ως εκλογεύς, είτε εις τον ελληνικόν είτε εις τον τουρκικόν εκλογικόν κατάλογον. Τα μέλη της ελληνικής κοινότητος, όμως, θα εγγράφωνται μόνον εις τον ελληνικόν κατάλογον, τα δε μέλη της τουρκικής κοινότητος μόνον εις τον τουρκικόν εκλογικόν κατάλογον.

2. Ουδείς δικαιούται να εγγραφή ως εκλογεύς, εφ’ όσον δεν κέκτηται τα υπό του εκλογικού νόμου απαιτούμενα προς εγγραφήν προσόντα.

’ρθρον 64
Πας τις δικαιούται να υποβάλη υποψηφιότητα βουλευτού, εφ’ όσον κατά τον χρόνον της εκλογής:

(α)είναι πολίτης της Δημοκρατίας,

(β)έχει συμπληρώσει το εικοστόν πέμπον έτος της ηλικίας αυτού,

(γ)δεν έχει καταδικασθή, κατά την ημέραν της ενάρξεως ισχύος του Συντάγματος ή μετ’ αυτήν, δι’ αδίκημα ατιμωτικόν ή ηθικής αισχρότητος, ή δεν έχει στερηθή της εκλογιμότητος κατόπιν αποφάσεως αρμοδίου δικαστηρίου, λόγω οιουδήποτε εκλογικού αδικήματος, και

(δ)δεν πάσχει εκ διανοητικής νόσου, καθιστώσης αυτόν ανίκανον να ασκήση τα καθήκοντα του ως βουλευτού.

’ρθρον 65
1. Η Βουλή των Αντιπροσώπων εκλέγεται δια περίοδον πέντε ετών. Η περίοδος της πρώτης Βουλής των Αντιπροσώπων άρχεται από της ημερομηνίας της ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος.

2. Η απερχομένη Βουλή των Αντιπροσώπων συνεχίζει μέχρι της κατά την πρώτην παράγραφον του παρόντος άρθρου ενάρξεως των εργασιών της νέας Βουλής των Αντιπροσώπων.

’ρθρον 66
1. Αι γενικαί εκλογαί δια την Βουλήν των Αντιπροσώπων διενεργούνται κατά την δευτέραν Κυριακήν του αμέσως προηγουμένου του καθ’ όν λήγει η περίοδος της απερχόμενης Βουλής των Αντιπροσώπων μηνός.

2. Κενωθείσα βουλευτική έδρα πληρούται δι’ αναπληρωματικής εκλογής διενεργουμένης εντός προθεσμίας τεσσαράκοντα πέντε το πολύ ημερών από της κενώσεως, εις ημερομηνίαν καθοριζομένην υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων.

3. Εάν η κατά την πρώτην ή δευτέραν παραγράφον του παρόντος άρθρου εκλογή δεν δύναται να διενεργηθή κατά την καθοριζομένην υπό του Συντάγματος ή συμφώνως τούτω καθορισθείσαν ημερομηνίαν, ένεκα εξαιρετικών και απροβλέπτων περιστάσεων, ως σεισμού,πλημμύρας, γενικής επιδημίας και παρομοίων περιστάσεων, διενεργείται την αντίστοιχον ημέραν της επομένης εβδομάδος.

’ρθρον 67
1. Η Βουλή των Αντιπροσώπων δύναται να διαλυθή μόνον δι’ αποφάσεως αυτής λαμβανομένης δι’ απολύτου πλειοψηφίας, συμπεριλαμβανούσης τουλάχιστον το έν τρίτον των υπό της τουρκικής κοινότητος εκλεγέντων βουλευτών.

2. Η απόφασις αύτη, παρά τας διατάξεις της πρώτης παραγράφου του άρθρου 65 και της πρώτης παραγράφου του άρθρου 66, καθορίζει την ημερομηνίαν διενεργείας των γενικών εκλογών, ήτις δεν δύναται ν’ απέχη ολιγώτερον των τρίακοντα ημερών και περισσότερον των τεσσαράκοντα ημερών από της ημερομηνίας λήψεως της τοιαύτης αποφάσεως, ως και την ημερομηνίαν της πρώτης συνεδριάσεως της νεοεκλεγομένης Βουλής των Αντιπροσώπων, η δε τελευταία αύτη ημερομηνία δεν δύναται ν’ απέχη πλέον των δέκα πέντε ημερών από των γενικών εκλογών μέχρι της ημερομηνίας ταύτης, η απερχομένη Βουλή των Αντιπροσώπων συνεχίζει.

3. Παρά τας διατάξεις της πρώτης παραγράφου του άρθρου 65, η εκλεγομένη συνέπεια διαλύσεως Βουλής των Αντιπροσώπων εκλέγεται δια περίοδον ίσην προς την μη διανυθείσαν περίοδον της διαλυθείσης Βουλής των Αντιπροσώπων. Εν περιπτώσει διαλύσεως της Βουλής των Αντιπροσώπων εντός του τελευταίου έτους της πενταετούς βουλευτικής περιόδου, αι γενικαί εκλογαί προς ανάδειξιν νέας Βουλής των Αντιπροσώπων διενεργούνται τόσον δια την μη διανυθείσαν περίοδον της διαλυθείασης Βουλής των Αντιπροσώπων, κατά την διάρκειαν της οποίας πάσα σύνοδος της νεοεκλεγομένης Βουλής των Αντιπροσώπων θα θεωρήται έκτατος σύνοδος, όσον και δια την επομένην πενταετή περίοδον.

’ρθρον 68
Οσάκις η Βουλή των Αντιπροσώπων στνεχίζει μέχρι της ενάρξεως της περιόδου της νεοεκλεγομένης Βουλής των Αντιπροσώπων, κατά τας διατάξεις της δευτέρας παραγράφου του άρθρου 65 ή της δευτέρας παραγράφου του άρθρου 67, η απερχομένη Βουλή των Αντιπροσώπων δεν έχει εξουσίαν να ψηφίζη οιουσδήποτε νόμους ή να λαμβάνη οιασδήποτε αποφάσεις επί οιουδήποτε θέματος, πλην μόνον εν περιπτώσει επειγουσών και εξαιρετικών απροβλέπτων περιστάσεων, των οποίων δέον να γίνηται ειδική μνεία εν τω σχετικώ νόμω ή αποφάσει.

’ρθρον 69
Ο βουλευτής δίδει, προ της αναλήψεως των καθηκόντων αυτού εν τη Βουλή και εις δημοσίαν συναδρίασιν αυτής, την ακόλουθον διαβεβαίωσιν:

"Διαβεβαιώ επισήμως πίστιν και σεβασμόν εις το Συνταγμα και τους συνάδοντας αυτώ νόμους, και εις την διατήρησιν της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητος της Δημοκρατίας της Κύπρου."

’ρθρον 70
Η ιδιότης του βουλευτού είναι ασυμβίβαστος προς το αξίωμα του υπουργού ή του μέλους. Κοινοτικής Συνελεύσεως ή δημοτικού συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένου και του δημάρχου, ή προς την ιδιότητα του ανήκοντος εις τας ενόπλους δυνάμεις ή τας δυνάμεις ασφαλείας της Δημοκρατίας ή προς οιονδήποτε έτερον δημόσιον ή δημοτικόν αξίωμα ή θέσιν, προκειμένου δε περί βουλευτού υπό της τουρκικής κοινότητος και προς το του θρησκευτικού λειτουργού.

Ο όρος 'δημόσιον αξίωμα ή θέσις', εν τω παρόντι άρθρω, περιλαμβάνει οιονδήποτε αξίωμα ή θέσιν επ’ αμοιβή εν τη υπηρεσία της Δημοκρατίας ή Κοινοτικής Συνελεύσεως, η αμοιβή της οποίας τελεί υπό τον έλεγχον είτε της Δημοκρατίας είτε Κοινοτικής Συνελεύσεως, συμπεριλαμβανομένου παντός ή θέσεις εις οιονδήποτε νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου ή οργανισμόν δημοσίας ωφελείας.


’ρθρον 71
Η έδρα βουλευτικού κενούται:

(α)δια του θανάτου αυτού,

(β)δια της εγγράφου παραιτήσεως αυτού,

(γ)δια της επελεύσεως οιασδήποτε περιπτώσεως εκ των αναφερομένων εις τας παραγράφους (γ) και (δ)του άρθρου 64 ή δια της απωλείας της ιθαγενείας της Δημοκρατίας, και

(δ)δια της αναλήψεως αξιώματος ή θέσεως εκ των εν άρθρω 70 αναφερομένων.

’ρθρον 72
1. Ο Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων είναι και εκλέγεται υπό των παρά της ελληνικής κοινότητος εκλεγομένων βουλευτών, ο δε Αντιπρόεδρος είναι τούρκος και εκλέγεται υπό των παρά της τουρκικής κοινότητος εκλεγομένων βουλευτών.

Εκάτερος εκλέγεται κατά τα ανωτέρω κεχωρισμένως, εν τη αυτή συνεδρίασει, κατά την έναρξιν και δι’ ολόκληρον την διάρκειαν της περιόδου της Βουλής των Αντιπροσώπων.

2. Εν περιπτώσει κενώσεως εκατέρου των εν τη πρώτη παραγράφω του παρόντος άρθρου προβλεπομένων αξιωμάτων, η εις την παράγραφον ταύτην προβλεπομένην εκλογήν προς πλήρωσιν κενωθείσης θέσεως ενεργείται το συντομώτερον, και εν ανάγκη εν εκτάκτω συνόδω.

3. Εν περιπτώσει προσκαίρου απουσίας ή εκκρεμούσης της πληρώσεως του κενωθέντος αξιώματος του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων, ως ορίζεται εν τη δευτέρα παραγράφω του παρόντος άρθρου, τα καθήκοντα αυτών ασκούνται υπό του πρεσβυτέρου βουλευτού της αντιστοίχου κοινότητος, εκτός εάν οι βουλευταί της τοιαύτης κοινότητος αποφασίσωσιν άλλως.

4. Μετά την εκλογήν του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων, εκάτερος τούτων διορίζει αντιστοίχως εκ των βουλευτών δύο Έλληνας και ένα Τούρκον ως γραμματείς της Βουλής των Αντιπροσώπων, και δύο Έλληνας και ένα Τούρκον ως κοσμήτορας της Βουλής των Αντιπροσώπων, οίτινες θα ανήκωσιν αντιστοίχως εις το γραφείον του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων.

’ρθρον 73
1. Τηρουμένων των επομένων διατάξεων του παρόντος άρθρου, η Βουλή των Αντιπροσώπων ρυθμίζει δια του κανονισμού αυτής παν θέμα της τηρουμένης υπ’ αυτής διαδικασίας και λειτουργίας των υπηρεσιών αυτής.

2. Κατά την επομένην της εκλογής του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Βουλής συνεδρίασιν καταρτίζεται επιτροπή επιλογής, αποτελούμενη εκ του Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων βουλευτών, εξ ών έξ των εκλεγέντων υπό της ελληνικής κοινότητος και δύο εκ των εκλεγέντων υπό της τουρκικής κοινότητος.

3. Η επιτροπή επιλογής καταρτίζεται τας μονίμους κοινοβουλευτικάς επιτροπάς, ως και οιασδήποτε άλλας προσωρινάς, συνιστωμένας δι’ ωρισμένον σκοπόν, ή ειδικάς κοινοβουλευτικάς επιτροπάς και διορίζει βουλευτάς ως μέλη των επιτροπών τούτων. Κατά τον καταρτισμόν και διορισμόν δέον να λαμβάνωνται υπ’ όψει αι προτάσεις αι υποβαλλόμεναι υπό της ελληνιμής κοινοτικής ομάδος και της τουρκικής κοινοτικής ομάδος ή υπό των πολιτικών κομματικών ομάδων εν τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Οι διορισμοί εις τας τοιαύτας επιτροπάς υπόκεινται εις τας διατάξεις της αμέσως επομένης παραγράφου.

4. Η ελληνική και η τουρκική κοινοτική ομάς και αι πολιτικαί κομματικαί ομάδες εν τη Βουλή των Αντιπροσώπων εκπροσωπούνται δεόντως εις εκάστην μόνιμον και πάσαν άλλην προσωρινήν, συνιστωμένην δι’ ωρισμένον σκοπόν ή ειδικήν κοινοβουλευτικήν επιτροπήν. Ο συνολικός αριθμός όμως των μελών των τοιούτων επιτροπών, των προερχομένων αντιστοίχως εκ βουλευτών εκλεγομένων υπό της ελληνικής και της τουρκικής κοινότητος, δέον να εμφανίζει την αυτήν αναλογίαν, ήτις ισχύει επί της κατανομής των εδρών της Βουλής των Αντιπροσώπων μεταξύ βουλευτών εκλεγομένων αντιστοίχως υπό της ελληνικής και της τουρκικής κοινότητος.

5. Παν νομοσχέδιον και πάσα πρότασις νόμου εισαγομένη εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων, παραπέμπεται το πρώτον προς συζήτησιν ενώπιον της αρμοδίας κοινοβουλευτικής επιτροπής. Ουδέν νομοσχέδιον και ουδεμία πρότασις νόμου, εξαιρέσει των χαρακτηριζομένων ως επιτροπής τίνος προ της παρελεύσεως τεσσαράκοντα οκτώ ωρών από της διανομής αυτής εις τους αποτελούντας την επιτροπήν ταύτην βουλευτάς. Εξαιρέσει των χαρακτηριζομένων ως επειγούσης φύσεως, ουδέν νομοσχέδιον και ουδεμία πρότασις νόμου διελθούσα της επιτροπής συζητείται υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων προ της παρελεύσεως τεσσαράκοντα οκτώ ωρών αφ’ ής διενεμήθη εις τους βουλευτάς, ομού μετά της εκθέσεως της κοινοβουλευτικής επιτροπής.

6. Η ημερήσια δίαταξις εκάστης συνεδριάσεως της Βουλής των Αντιπροσώπων, εις ήν θα περιλαμβάνηται παν πρόσθετον θέμα προταθέν υπό του Αντιπροέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων, καταρτίζεται υπό τούτου εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων και ανακοινούται υπό του Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων. Μετά την ανακοίνωσιν της ημερήσιας διατάξεως εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων, πας βουλευτής δύναται να προτείνη προσθήκας ή τροπολογίας εις ταύτην, αποφασίζει δε επί των προτάσεων η Βουλή των Αντιπροσώπων.

7. Ο βουλευτής δεν δύναται να αγορεύση εις συνεδρίασιν της Βουλής των Αντιπροσώπων, εάν δεν εγγραφή προηγουμένως εις τον οικείον πίνακα ή εάν δεν λάβη παρά του προεδρεύοντος την προς τούτο άδειαν.

Ο τηρήσας την διαγραφόμενην διαδικασίαν βουλευτής δικαιούται όπως επί ευλόγως επαρκή χρόνον, λαμβανομένου υπ’ όψει εκάστου θέματος, αγορεύση και ακουσθή κατά την εν λόγω συνεδρίασιν.

Αι αγορεύσεις γίνονται κατά την σειράν εγγραφής ή της προφορικής αιτήσεως αδείας των επιθυμούντων να αγορεύσουν, αναλόγως της περιπτώσεως. Εν περιπτώσει όμως υπάρξεως αντιθέτων γνωμών, διαδέχεται τον αγορεύσαντα αντιλέγων βουλευτής, εφ’ όσον είναι τούτο δυνατόν. Βουλευταί αγορεύοντες εκ μέρους των κοινοβουλευτικών επιτροπών, ή των εν τη Βουλή των Αντιπροσώπων πολιτικών κομματικών ομάδων, δεν υπόκεινται εις τους ανωτέρω κανόνας ως προς την σειράν αγορεύσεων.

Βουλευταί επιθυμούντες να αγορεύσωσιν επί προτάσεων αναφερομένων εις οιονδήποτε θέμα της ημερήσιας διατάξεως ή της τηρήσεως του κανονισμού ή επί του τερματισμού της συζητήσεως προηγούνται των επιθυμούντων να αγορεύσωσιν επί του υπό συζήτησιν θέματος, εν τοιαύτη δε περιπτώσει θέλει επιτραπή εις δύο βουλευτάς, ένα υπέρ της προτάσεως και ένα εναντίον της προτάσεως, όπως αγορεύσωσιν έκαστος επί δέκα πέντε λεπτά.

8. Αι αγορεύσεις εν τη Βουλή των Αντιπροσώπων γίνονται από του βήματος της Βουλής των Αντιπροσώπων και απευθύνονται προς την Βουλήν των Αντιπροσώπων. Αι αγορεύσεις και πάσα ετέρα διαδικασία, εν τη Βουλή των Αντιπροσώπων και εις τας συνεδριάσεις των κοινοβουλευτικών επιτροπών, μεταφράζονται ταυτοχρόνως, εκ της επισήμου γλώσσης εις ήν γίνονται, εις την ετέραν επίσημον γλώσσαν.

9. Απαγορεύονται αι διακοπαί των αγορεύσεων των βουλευτών, ή αι προσωπικαί επιθέσεις κατά βουλευτών, αι άσχετοι προς το υπό συζήτησιν θέμα εν τη Βουλή των Αντιπροσώπων, ως και κατά τας συνεδριάσεις των κοινοβουλευτικών επιτροπών, εκτός εάν άλλως ορισθή δια του κανονισμού

10. Αι ψήφοι εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων καταμετρούνται ενιαίως και καταγράφονται υπό του ενός εκ των ελλήνων και του τούρκου γραμματέως της Βουλής των Αντιπροσώπων.

11. Τα πρακτικά των συζητήσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων περιλαμβάνουσιν εξ ολοκλήρου τα καθ’ εκάστην συνεδρίασιν γενόμενα. Τα πρακτικά των συνεδριάσεων των κοινοβουλευτικών επιτροπών τηρούνται συνοπτικώς. Οσάκις υποβληθή αντίρρησις κατά των πρακτικών συνεδριάσεως της Βουλής των Αντιπροσώπων, είτε προφορικώς, υπό βουλευτού κατά την αμέσως επομένην συνεδρίασιν, είτε γραπτώς, αποστελλομένη προς τον Πρόεδρον της σχετικής συνεδριάσεως, η Βουλή των Αντιπροσώπων δύναται να αποφασίση την ανάλογον διόρθωσιν των πρακτικών.

12. Πολιτικόν κόμμα, εκπροσωπούμενον εν τη Βουλή των Αντιπροσώπων δι’ αριθμού βουλευτών τουλάχιστον ίσου προς το δώδεκα επί τοις εκατόν του συνολικού αριθμού των βουλευτών, δύναται να σχηματίση πολιτικήν κομματικήν ομάδα δικαιουμένην αναγνωρίσεως.

’ρθρον 74
1. Η Βουλή των Αντιπροσώπων συνέρχεται εις τακτικήν σύνοδον, άνευ συγκλήσεως, την δεκάτην πέμπτην ημέραν από των γενικών εκλογών, και εν συνεχεία την αντίστοιχον ημέραν εκάστου έτους.

2. Η τακτική σύνοδος της Βουλής των Αντιπροσώπων διαρκεί επί τρείς έως έξ μήνας κατ’ έτος, ως θέλει αποφασίση η Βουλή των Αντιπροσώπων.

3. Η Βουλή των Αντιπροσώπων συγκαλείται εις έκτατον σύνοδον υπό του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων, τη αιτήσει δέκα βουλευτών απευθυνομένη προς αμφοτέρους, τον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων.

’ρθρον 75
1. Αι συνεδριάσεις της Βουλής των Αντιπροσώπων είναι δημόσιαι και τα πρακτικά των εν αυτή συζητήσεων δημοσιεύονται.

2. Η Βουλή των Αντιπροσώπων δύναται, εάν θεωρήση τούτο αναγκαίον, να συνέλθη εις μυστικήν συνεδρίασιν,
κατόπιν αποφάσεως αυτής λαμβανόμενης δια πλειοψηφίας των τριών τετάρτων του συνολικού αριθμού των βουλευτών.

’ρθρον 76
1. Ο Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων κηρύσσει την έναρξιν και την λήξιν εκάστης συνεδριάσεως.

2. Ο Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, κηρύσσων την λήξιν της συνεδριάσεως, γνωστοποιεί συγχρόνως την συναινέσει της Βουλής των Αντιπροσώπων οριζομένην ημέραν και ώραν της προσεχούς συνεδριάσεως, και ανακοινοί εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων την ημερησίαν διάταξιν της συνεδριάσεως ταύτης, μεθ’ ό εφαρμόζονται αι διατάξεις της έκτης παραγράφου του άρθρου 73.

3. Η ημερήσια διάταξις εκτυπούται και διανέμεται εις τους βουλευτάς τουλάχιστον είκοσι τέσσαρας ώρας προ της συνεδριάσεως, εφ’ όσον όμως αναφέρεται εις θέμα τελούν ήδη υπό συζήτησιν, η διανομή διενεργείται εις οιονδήποτε χρονικόν σημείον προ της συνεδριάσεως.

’ρθρον 77
1. Η Βουλή των Αντιπροσώπων ευρίσκεται εν απαρτία, εφ’ όσον παρίσταται τουλάχιστον το έν τρίτον του συνολικού αριθμού των βουλευτών.

2. Συζήτησις αναφερόμενη εις οιονδήποτε καθωρισμένον θέμα δύναται να διακοπή άπαξ επί είκοσι τέσσαρας ώρας, τη αιτήσει της πλειοψηφίας των παρόντων κατά την συνεδρίασιν βουλευτών εκατέρας κοινότητος.

’ρθρον 78
1. Οι νόμοι και αι αποφάσεις της Βουλής των Αντιπροσώπων ψηφίζονται δι’ απλής πλειοψηφίας των παρόντων και ψηφιζόντων βουλευτών.

2. Πάσα τροποποίησις του εκλογικού νόμου, ως και η ψήφισις νόμου αφορώντας εις τα δημαρχεία και παντός νόμου επιβάλλοντος φόρους ή τέλη, απαιτεί χωριστήν απλήν πλειοψηφίαν των υπό της ελληνικής και της τουρκικής κοινότητος αντιστοίχως εκλεγομένων βουλετών, των μετεχόντων της ψηφοφορίας.

’ρθρον 79
1. Ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας δύναται ν’ απευθύνωνται δια μηνυμάτων προς την Βουλήν των Αντιπροσώπων, ή να διαβιβάζωσι προς την Βουλήν των Αντιπροσώπων τας απόψεις αυτών δια των υπουργών.

2. Οι υπουργοί δύναται να παρακολουθώσι τας συνεδριάσεις της Βουλής των Αντιπροσώπων ή οιασδήποτε εν των κοινοβουλευτικών επιτροπών, και να προβαίνωσιν εις δηλώσεις ή να πληροφορώσι την Βουλήν των Αντιπροσώπων ή οιανδήποτε εκ των κοινοβουλευτικών επιτροπών επί παντός θέματος της αρμοδιότητος αυτών.

’ρθρον 80
1. Το δικαίωμα της υποβολής προτάσεων νόμων ανήκει εις τους βουλευτάς, και νομοσχεδίων εις τους υπουργούς.

2. Ουδεμία πρότασις νόμου συνεπαγομένη αύξησιν των υπό του προϋπολογισμού προβλεπομένων εξόδων δύναται να υποβληθή υπό βουλευτού.

’ρθρον 81
1. Ο προϋπολογισμός κατατίθεται εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων το αργότερον τρεις μήνας προ της υπό του νόμου καθοριζομένης ημερομηνίας ενάρξεως του οικονομικού έτους, και ψηφίζεται υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων προ της ημερομηνίας ενάρξεως του οικονομικού έτους.

2. Εντός τριών μηνών από της λήξεως του οικονομικού έτους, κατατίθεται εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων προς έγκρισιν ο τελικός απολογισμός.

’ρθρον 82
Οι νόμοι και αι αποφάσεις της Βουλής των Αντιπροσώπων τίθενται εν ισχύι από της δημοσιεύσεως αυτών εις την επίσημον εφμερίδα της Δημοκρατίας, εκτός εάν ορίζηται διάφορος ημερομηνία εν τω δημοσιευομένω νόμω ή αποφάσει.

’ρθρον 83
1. Οι βουλευταί δεν υπόκεινται εις ποινικήν δίωξιν και δεν ευθύνονται αστικώς ένεκεν οιασδήποτε εκφρασθείσης γνώμης ή ψήφου, δοθείσης υπ' αυτών εν τη Βουλή των Αντιπροσώπων.

2. Ο βουλευτής δεν δύναται άνευ αδείας του Ανωτάτου Δικαστηρίου να διωχθή, συλληφθή ή φυλακισθή, εφ' όσον χρόνον εξακολουθεί να είναι βουλευτής.

Τοιαύτη άδεια δεν απαιτείται επί αδικήματος εποσύροντος ποινήν θανάτου ή φυλακίσεως πέντε ετών και άνω, εφ' όσον ο αδικοπραγήσας κατελήφθη επ' αυτοφώρω. Εις την περίπτωσιν ταύτην το Ανώτατον Δικαστήριον, ειδοποιούμενον παρευθύς υπό της αρμοδίας αρχής, αποφασίζει επί της παροχής ή μη της αδείας συνεχίσεως της διώξεως ή της κρατήσεως, εφ' όσον χρόνον ο αδικοπραγήσας εξακολουθεί να είναι βουλευτής.

3. Εάν το Ανώτατον Δικαστήριον αρνηθή να παράσχη την άδειαν προς δίωξιν του
βουλευτού, ο χρόνος, καθ' όν ο βουλευτής δεν δύναται να διωχθή, δεν συνυπολογίζεται εις τον χρόνον παραγραφής του περί ού πρόκειται αδικήματος.

4. Εάν το Ανώτατον Δικαστήριον αρνηθή να παράσχη την άδειαν προς εκτέλεσιν αποφάσεως φυλακίσεως, επιβληθείσης εις βουλευτήν υπό του αρμοδίου δικαστηρίου, η εκτέλεσις της αποφάσεως ταύτης αναβάλλεται, μέχρις ού ο καταδικασθείς παύση να είναι βουλευτής.

’ρθρον 84
1. Οι βουλευταί λαμβάνουσιν εκ του δημοσίου ταμείου αποζημίωσιν, οριζομένην δια νόμου.

2. Οιασδήποτε αύξησις της αποζημιώσεως ταύτης δεν δύναται να τεθή εν ισχύι κατά την διάρκειαν της πςριόδου της Βουλής των Αντιπροσώπων, καθ’ ήν απεφασίσθη η τοιαύτη αύξησις.

’ρθρον 85
Παν θέμα σχετικόν προς τα προσόντα εκλογιμότητος των υποψηφίων και πάσα ένστασις κατά των εκλογών εκδικάζονται οριστικώς και αμετακλήτως υπό του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου.

Μέρος V. Περί των Κοινωτικών Συνελεύσεων



’ρθρον 86
Η ελληνική και η τουρκική κοινότης εκλέγουσιν αντιστοίχως εκ των μελών αυτών Κοινοτικήν Συνέλευσιν, η αρμοδιότης της οποίας ορίζεται ρητώς υπό των διατάξεων του Συντάγματος.

’ρθρον 87
1. Εκατέρα Κοινοτική Συνέλευσις έχει αρμοδιότητα, εν σχέσει προς την αντίστοιχον κοινότητα, να ασκή, εντός των ορίων του Συντάγματος και υπό τους περιορισμούς της τρίτης παραγράφου του παρόντος άρθρου, νομοθετικήν εξουσίαν αποκλειστικώς και μόνον επί των κατωτέρω θεμάτων:

(α) επί πάντων των θρησκευτικών θεμάτων,

(β) επί πάντων των εκπαιδευτικών, μορφωτικών και διδακτικών θεμάτων,

(γ) επί του προσωπικού θεσμού,

(δ) επί της συνθέσεως και των βαθμών δικαιοδοσίας των δικαστηρίων, των εκδικαζόντων αστικάς διαφοράς, αναφερόμενας εις τον προσωπικόν θεσμόν και εις θρησκευτικά ζητήματα,

(ε) επί ζητημάτων αφορώντων εις συμφέροντα και ιδρύματα καθαρώς κοινοτικής φύσεως, οίον φιλανθρωπικά και αθλητικά ιδρύματα, οργανώσεις και σωματεία ιδρυόμενα προς προαγωγών της ευημερίας της αντίστοιχου κοινότητας,

(στ) επί της επιβολής προσωπικών εισφορών και προσωπικών τελών εις τα μέλη της αντιστοίχου κοινότητος, προς τον σκοπόν της εξυπηρετήσεως των αντιστοίχων αναγκών αυτών και των αναγκών των υπό τον έλεγχον αυτών οργανώσεων και ιδρυμάτων, συμφώνως τω άρθρω 88,

(ζ) εις άς περιπτώσεις καθίσταται αναγκαία η έκδοσις δευτερογενούς νομοθεσίας, υπό μορφήν κανονισμών διοικήσεως ή διαχειρήσεως εκδιδομένων κατ’ εφαρμογήν των περί δήμων νόμων, προς τον σκοπόν, όπως η Κοινοτική Συνέλευσις δυνηθή να προαγάγη τους σκοπούς τους επιδιωκομένους υπό δήμων περιλαμβανόντων κατοίκους ανήκοντας αποκλειστικώς εις την αυτήν προς την Κοινοτικήν Συνέλευσιν κοινότητα,

(η) επί θεμάτων αναφερομένων εις την άσκησιν ελέγχου επί των συνεργατικών παραγωγών και καταναλωτών και των πιστωτικών ιδρυμάτων, και της εποπτείας της λειτουργίας των τοιούτων δήμων, των περιλαμβανόντων κατοίκους ανήκοντας αποκλειστικώς εις την αυτήν προς την Κοινοτικήν Συνέλευσιν κοινότητα, εφ' όσον η άσκησις τοιούτου ελέγχου ή εποπτείας ανήκει κατά το Σύνταγμα εις την αρμοδιότητα της Κοινοτικής Συνελεύσεως, τηρουμένου του κανόνος ότι:
(αα)ουδείς νόμος, κανονισμός διοικήσεως ή διαχειρίσεως ή απόφασις της Κοινοτικής Συνελεύσεως κατά το εδάφιον (η) επιτρέπεται να είναι αμέσως ή εμμέσως αντίθετος ή ασύμφωνος προς νόμον τινά, υπό του οποίου διέπονται αι συνεργατικαί παραγωγών και καταναλωτών και τα πιστωτικά ιδρύματα ή εις τον οποίον υπόκεινται οι δήμοι,
(ββ)ουδέν εκ των εν τω ανωτέρω εδαφίω (αα) οριζομένων δύναται να ερμηνευθή ως επιτρέπον εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων να νομοθετή επί θεμάτων αφορώντων εις την άσκησιν της κατά το εδάφιον (η) ανηκούσης εις τας Κοινοτικάς Συνελεύσεις αρμοδιοτήτος,

(θ) επί παντός άλλου θέματος, περί ού ρητώς ορίζει το Σύνταγμα.

2. Ουδέν των περιλαμβανομένων εν τω εδαφίω (στ) της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου δύναται να ερμηνευθή ως περιορίζουν καθ' οιονδήποτε τρόπον την εξουσίαν της Βουλής των Αντιπροσώπων, όπως επιβάλλη συμφώνως ταις διατάξεσι του Συντάγματος προσωπικάς εισφοράς.

3. Ουδείς νόμος ή απόφασις Κοινοτικής Συνελεύσεως, κατά την άσκησιν της κατά την πρώτην παράγραφον του παρόντος άρθρου ανηκούσης αυτή αρμοδιότητος, δύναται να περιέχη τι αντίθετον προς το συμφέρον της ασφαλείας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημοσίας υγείας ή των δημοσίων ηθών ή προς τα θεμελιώδη δικαιώματα και τας ελευθερίας τας ηγγυημένας υπό του Συντάγματος εις οιονδήποτε πρόσωπον.

’ρθρον 88
1. Η αρμοδιότης εκατέρας Κοινοτικής Συνελεύσεως επιβολής εισφορών, κατά το εδάφιον (στ) της πρώτης παραγράφου του άρθρου 87, ασκείται επί τω τέλει της καλύψεως μέρους των εν τω ετήσιω προϋπολογισμώ αυτής αναγεγραμμένων κονδυλίων, άτινα δεν καλύπτονται δια της αντιστοιχούσης εις έκαστον οικονομικόν έτος επιχορηγήσεως εκ του προϋπολογισμού της Δημοκρατίας προς την Κοινοτικήν Συνέλευσιν, περί ής ορίζεται εν τη δευτέρα παραγράφω του παρόντος άρθρου, ή δι' άλλου τινός πόρου, όν δύναται να αποκτήση κατά το περί ού ο λόγος οικονομικόν έτος εκατέρα Κοινοτική Συνέλευσις.

2. Η Βουλή των Αντιπροσώπων προνοεί καθ' έκαστον οικονομικόν έτος, δια του προϋπολογισμού, και θέτει εις την διάθεσιν αμφοτέρων των Κοινοτικών Συνελεύσεων, εν σχέσει προς τον σκοπόν της εξυπηρετήσεως των αντιστοίχων αυτών αναγκών, ως προς θέματα υπαγόμενα εις την αρμοδιότητα αυτών, ποσόν ουχί έλασσον των δύο εκατομμυρίων λιρών, και κατανεμόμενον εις την ελληνικήν και εις την τουρκικήν Κοινοτικήν Συνέλευσιν ως απολούθως:

(α) εις την ελληνικήν Κοινοτικήν Συνέλευσιν ποσόν ουχί έλασσον του ενός εκατομμυρίου εξακοσίων χιλιάδων λιρών ( pounds ), και

(β) εις την τουρκικήν Κοινοτικήν Συνέλευσιν ποσόν ουχί έλασσον των τετρακοσίων χιλιάδων λιρών ( pounds ), και

τηρουμένου του όρου, ότι εν περιπτώσει αυξήσεως του ελαχίστου συνολικού ποσού, του διατιθεμένου εις αμφοτέρας τας Κοινονικάς Συνελεύσεις, η κατανομή εις εκατέραν αυτών παντός επί πλέον ποσού θα γίνηται καθ' όν τρόπον θέλει αποφασίση η Βουλή των Αντιπροσώπων.

3. Επί τη αιτήσει Κοινοτικής Συνελεύσεως, αι υπ' αυτής επιβαλλόμεναι εισφοραί εισπράττονται διά λογαριασμόν αυτής και καταβάλλονται εις την Κοινοτικήν Συνέλευσιν υπό των αρχών της Δημοκρατίας.

4. Εν τω παρόντι άρθρω και εν εδαφίω (στ) της πρώτης παραγάφου του άρθρου 87, ο όρος " μέλος " συμπεριλαμβάνει νομικά πρόσωπα ή συνεταιρισμούς άνευ νομικής προσωπικότητος, και δη κατά το μέτρον της συμμετοχής εις νομικά πρόσωπα, ή συνεταιρισμούς άνευ νομικής προσωπικότητος των μελών εκατέρας κοινότητος.

’ρθρον 89
1. Εν σχέσει προς την αντίστοιχον κοινότητα, εκατέρα Κοινοτική Συνέλευσις έχει επίσης αρμοδιότητα:

(α)-(αα) να καθορίζη τας γενικάς κατευθυντηρίους γραμμάς, εντός των ορίων κοινοτικών αυτής νόμων,

(ββ) να ασκή διοικητικήν αρμοδιότητα, καθ' όν τρόπον και δι' ών προσώπων θέλει ορίσει κοινοτικός νόμος,

εν σχέσει προς οιονδήποτε θέμα, περί οποίου είναι αρμοδία να νομοθετή συμφώνως προ τας διατάξεις του άρθρου 87, πλην των οριζομένων εις τα εδάφια (ζ) και (η) της πρώτης παραγράφου του άρθρου τούτου, περί ών ειδική λαμβάνεται πρόνοια εις τα κατωτέρω εδάφια,

(β) να ασκή έλεγχον επί των συνεργατικών παραγωγών και καταναλωτών και επί των πιστωτικών ιδρυμάτων, άτινα αμφότερα ιδρύονται προς τον σκοπόν προαγωγής της ευημερίας της αντιστοίχου αυτών κοινότητος. Αι συνεργατικαί αύται και τα πιστωτικά ταύτα ιδρύματα διέπονται υπό των σχετικών νόμων,

(γ) να προάγη τους σκοπούς τους οποίους επιδιώκουσιν οι δήμοι, οίτινες περιλαμβάνουσι κατοίκους ανήκοντας αποκλειστικώς εις την αυτήν προς την Κοινοτικήν Συνέλευσιν κοινότητα, και να εποπτεύη την λειτουργίαν των τοιούτων δήμων. Οι δήμοι ούτοι υπόκεινται εις τους νόμους.

2. Το περιεχόμενον των διατάξεων του εδαφίου (ε) της πρώτης παραγράφου του άρθρου 87 και του εδαφίου (β) της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου δεν δύναται να θεωρηθή ότι κωλύει την δημιουργίαν μικτών και κοινών ιδρυμάτων του εις τας διατάξεις ταύτας οριζομένου είδους, εφ’ όσον επιθυμούσι τούτο οι κάτοικοι.

3. Εν ή περιπτώσει η κεντρική διοίκησις θελήση να ενεργήση, δυνάμει της ισχυούσης νομοθεσίας, τον υπ’ αυτής ασκούμενον έλεγχον των συνεργατικών, ιδρυμάτων ή δήμων, των αναφερομένων εις τα εδάφια (β) και (γ) της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου, ο τοιούτος έλεγχος θα ενεργήται υπό δημοσίων υπαλλήλων ανηκόντων εις την αυτήν κοινότητα, εις ήν ανήκουσιν αι συνεργατικαί, τα ιδρύματα ή οι δήμοι, περί ών πρόκειται.

’ρθρον 90
1. Τηρουμένων των κατωτέρω διατάξεων του παρόντος άρθρου, εκατέρα Κοινοτικής Συνέλευσις έχει αρμοδιότητα να προνοή, δια των νόμων αυτής, περί της εφαρμογής των νόμων και αποφάσεων αυτής.

2. Η Κοινοτική Συνέλευσις δεν έχει αρμοδιότητα να επιβάλη, δι’ οιωνδήποτε νόμων ή αποφάσεων αυτής, ποινάς φυλακίσεως ή κράτησιν δι’ οιανδήποτε παράβασιν αυτών ή παράλειψιν συμμορφώσεως προς οιασδήποτε οδηγίας υπ’ αυτής διδομένας κατά την ενάσκησιν της εμπεπιστευμένης αυτή υπό του Συντάγματος αρμοδιότητος.

3. Αι Κοινοτικαί Συνελεύσεις δεν έχουσιν αρμοδιότητα να επιβάλωσιν αναγκαστικά μέτρα προς επίτευξιν της συμμορφώσεως προς τους αντιστοίχους κοινοτικούς νόμους ή αποφάσεις, και προς τας αποφάσεις των δικαστηρίων, άτινα κρίνουσιν αστικάς διαφοράς αφορώσας την εις την αντίστοιχον αρμοδιότητα αυτών περιλαμβανομένην προσωπικήν κατάστασιν και θρησκευτικά ζητήματα.

4. Οσάκις παρίσταται ανάγκη να γίνη χρήσις αναγκαστικών μέτρων, προς επίτευξιν συμμορφώσεως προς οιονδήοτε νόμον ή απόφασιν Κοινοτικής Συνελεύσεως ή προς θέμα συναφές προς την άσκησιν ελέγχου ή εποπτείας υπό Κοινοτικής Συνελεύσεως, τα μέτρα ταύτα επιβάλλονται, τη αιτήσει ή δια λογαριασμόν της Κοινοτικής Συνελεύσεως, υπό των δημοσίων αρχών της Δημοκρατίας, αίτινες έχουσιν αποκλειστικήν αρμοδιότητα να επιβάλωσι τοιαύτα αναγκαστικά μέτρα.

5. Η εκτέλεσις οιασδήποτε αποφάσεως ή διαταγής δικαστηρίου, εν σχέσει προς οιονδήποτε ζήτημα της αποκλειστικής απμοδιότητας Κοινοτικής Συνελεύσεως, ενεργείται δια των δημοσίων αρχών της Δημοκρατίας.

’ρθρον 91
1. Εκατέρα Κοινοτική Συνέλευσις συντάσσει και ψηφίζει κατ’ έτος τον προϋπολογισμόν των εσόδων και εξόδων αυτής δια το επόμενον οικονομικόν έτος.

2. Ο προϋπολογισμός ούτος ψηφίζεται υπό της Κοινοτικής Συνελεύσεως προ της υπό του κοινοτικού νόμου καθοριζομένης ημερομηνίας ενάρξεως του κοινοτικού οικονομικού έτους.

’ρθρον 92
Ο αριθμός των μελών εκατέρας Κοινοτικής Συνελεύσεως καθορίζεται υπό κοινοτικού νόμου, ψηφιζόμενου δια πλειοψηφίας των δύο τρίτων του όλου αριθμού των μελών εκάστης Κοινοτικής Συνελεύσεως.

’ρθρον 93
Η εκλογή των μελών αμφοτέρων των Κοινοτικών Συνελεύσεων ενεργείται δια καθολικής, αμέσου και μυστικής ψηφοφορίας.

’ρθρον 94
1. Τηρουμένων των διατάξεων της δευτέρας παραγράφου του παρόντος άρθρου, πας πολίτης της Δημοκρατίας, έχων συμπληρώσει το εικοστόν πρώτον έτος της ηλικίας αυτού και έχων τα υπό του αντιστοίχου κοινοτικού εκλογικού νόμου καθοριζόμενα προσόντα διαμονής, δικαιούται να εγγραφή ως εκλογεύς εις τον αντίστοιχον εκλογικόν κοινοτικόν κατάλογον

Τα μέλη της ελληνικής κοινότητος εγγράφονται μόνον εις τον ελληνικόν κοινοτικόν εκλογικόν κατάλογον και τα μέλη της τουρκικής κοινότητος εγγράφονται μόνον εις τον τουρκικόν κατάλογον.

2. Ουδείς δικαιούται να εγγραφή εις τον κοινοτικόν εκλογικόν κατάλογον ως εκλογεύς, εφ’ όσον δεν κέκτηται τα υπό του αντιστοίχου κοινοτικού εκλογικού νόμου απαιτούμενα προς εγγραφήν προσόντα.

’ρθρον 95
Παν άτομον δικαιούται να υποβάλη υποψηφιότητα δια την εκλογήν αυτού ως μέλους Κοινοτικής Συνελεύσεως, εφ’ όσον κατά τον χρόνον της εκλογής:

(α) είναι πολίτης της Δημοκρατίας, εγγεγραμμένος εις τον αντίστοιχον κοινοτικόν εκλογικόν κατάλογον,

(β) έχει συμπληρώσει το εικοστόν πέμπτον έτος της ηλικίας αυτού,

(γ) δεν έχει καταδικασθή, κατά την ημέραν της ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος ή μετ’ αυτήν, δι’ αδίκημα ατιμωτικόν ή ηθικής αισχρότητος, ή δεν έχει στερηθή της εκλογιμότητος κατόπιν αποφάσεως αρμοδίου δικαστηρίου, λόγω οιουδήποτε εκλογικού αδικήματος, και

(δ) δεν πάσχει εκ διανοητικής νόσου, καθιστώσης αυτόν ανίκανον να ασκήση τα καθήκοντα αυτού ως μέλους Κοινοτικής Συνελεύσεως.

’ρθρον 96
1. Η θητεία των Κοινοτικών Συνελεύσεων είναι πενταετής, αρχομένη από της ημερομηνίας, την οποίαν ορίζουσιν οι αντίστοιχοι κοινοτικοί νόμοι.

2. Η απερχομένη Κοινοτική Συνελεύσις συνεχίζει μέχρι της κατά την πρώτην παράγραφον του παρόντος άρθρου ενάρξεως της θητείας της νέας Κοινοτικής Συνελεύσεως.

’ρθρον 97
1. Γενικαί κοινοτικαί εκλογαί διεξάγονται, δι’ εκάστην των Κοινοτικών Συνελεύσεων, τριάκοντα τουλάχιστον ημέρας προ της λήξεως της θητείας της απερχόμενης Κοινοτικής Συνελεύσεως.

2. Οσάκις κενούται η έδρα μέλους τίνος Κοινοτικής Συνελεύσεως, αυτή θα πληρούται δι’ αναπληρωματικής εκλογής, διεξαγόμενης εντός προθεσμίας τεσσαράκοντα πέντε ημερών από της ημέρας, καθ’ ήν εκενώθη η έδρα.

3. Εάν η κατά την πρώτην ή δευτέραν παράγραφον του παρόντος άρθρου εκλογή δεν δύναται να διεξαχθή κατά την υπό του Συντάγματος ή κατά την συμφώνως προς τούτο οριζομένην ημέραν, ένεκεν εξαιρετκών και απροβλέπτων περιστάσεων, ως σεισμού, πλημμύρας, η εκλογή διενεργείται την αντίστοιχον ημέραν της επομένης εβδομάδος.

’ρθρον 98
1. Εκατέρα Κοινοτική Συνελεύσις δύναται να διαλυθή μόνον δι’ αποφάσεως αυτής της ιδίας, λαμβανομένης δι’ απολύτου πλειοψηφίας.

2. Παρά τας διατάξεις της πρώτης παράγράφου του άρθρου 97, η ως άνω απόφασις ορίζει την ημερομηνία της διενεργείας γενικής κοινοτικής εκλογής της εν λόγω Κοινοτικής Συνελεύσεως, ήτις δεν δύναται να απέχη ολιγώτερον των τριάκοντα ημερών και περισσότερον των τεσσαράκοντα ημερών από της ημέρας της λήψεως της αποφάσεως περί διαλύσεως, ως και την ημερομηνίαν της πρώτης συνεδριάσεως της νεοεκλεγομένης Κοινοτικής Συνελεύσεως, της ημερομηνίας ταύτης μη δυναμένης να απέχη πέραν των δέκα πέντε ημερών από της τοιαύτης κοινοτικής γενικής εκλογής. Μέχρι δε της τελευταίας ταύτης ημερομηνίας, η απερχομένη Κοινοτική Συνέλευσις συνεχίζει.

3. Παρά τας διατάξεις της πρώτης παραγράφου του άρθρου 96, η θητεία της μετά διάλυσιν εκλεγομένης Κοινοτικής Συνελεύσεως περιορίζεται εις τον υπολειπόμενον χρόνον της θητείας της διαλυθείσης Κοινοτικής Συνελεύσεως. Εν ή όμως περιπτώσει η διάλυσις εγένετο κατά το τελευταίον έτος της πενταετούς θητείας της Κοινοτικής Συνελεύσεως, η γενική κοινοτική εκλογή της Κοινοτικής Συνελεύσεως ταύτης προκηρύσσεται δια τε τον υπολειπόμενον χρόνον της θητείας της διαλυθείσης Κοινοτικής Συνελεύσεως και δια την επομένην πενταετή θητείαν της Κοινοτικής ταύτης Συνελεύσεως.

’ρθρον 99
Οσάκις η Κοινοτική Συνελεύσεως συνεχίζη μέχρι της ημέρας ενάρξεως της θητείας της νεοεκλεγομένης Κοινοτικής Συνελεύσεως, κατά τας διατάξεις της δευτέρας παραγράφου του άρθρου 96 ή της δευτέρας παραγράφου του άρθρου 98, αύτη δεν δύναται να ψηφίζει νόμους ή να λαμβάνη αποφάσεις επί οιουδήποτε θέματος, ειμή μόνον εν περιπτώσει επειγουσών και εξαιρετικών απροβλέπτων περιστάσεων, αίτινες δέον να μνημονεύονται ειδικώς εις τον σχετικόν νόμον ή απόφασιν.

’ρθρον 100
Πρίν ή αναλάβη τα καθήκοντα αυτού, παν μέλος Κοινοτικής Συνελέυσεως οφείλει να δώση, εν δημοσία συνεδρίασει αυτής, την κάτωθι διαβεβαίωσιν:

"Διαβεβαιώ επισήμως πίστιν και σεβασμόν εις το Σύνταγμα και τους συνάδοντας αυτώ νόμους, και εις την διατήρησιν της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητος της Δημοκρατίας της Κύπρου."

’ρθρον 101
1. Η ιδιότης του μέλους Κοινοτικής Συνελεύσεως είναι ασυμβίβαστος προς το αξίωμα του υπουργού ή του βουλευτού ή του μέλους δημοτικού συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένου και του δημάρχου, ή προς την ιδιότητα προσώπου ανήκοντος εις τας ενόπλους δυνάμεις ή τας δυνάμεις ασφαλείας της Δημοκρατίας ή προς οιονδήποτε δημόσιον ή δημοτικόν αξίωμα ή θέσιν, προκειμένου δε περί μέλους της τουρκικής Κοινοτικής Συνελεύσεως και προς το του θρησκευτικού λειτουργού.

2. Ο όρος 'δημόσιον αξίωμα ή θέσις', εν τω παρόντι άρθρω, περιλαμβάνει οιονδήποτε αξίωμα ή θέσιν επ’ αμοιβή εν τη υπηρεσία της Δημοκρατίας ή Κοινοτικής Συνελεύσεως, η αμοιβή της οποίας τελεί υπό τον έλεγχον είτε της Δημοκρατίας είτε Κοινοτικής Συνελεύσεως, συμπεριλαμβανομένου παντός αξιώματος ή θέσεως εις οιονδήποτε νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου ή οργανισμόν δημοσίας

ωφελείας.

’ρθρον 102
Δια των κανονισμών αυτών αι Κοινοτικαί Συνελεύσεις ρυθμίζουσι παν θέμα διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένων των τακτικών και εκτάκτων συνεδριάσεων, των ημερομηνιών και της διάρκειας αυτών, του τρόπου ψηφοφορίας και της διεξαγωγής των εργασιών αυτών.

’ρθρον 103
1. Αι συνεδριάσεις των Κοινοτικών Συνελεύσεων είναι δημόσιαι, τα δε πρακτικά των συνεδριάσεων αυτών δημοσιεύονται.

2. Εκατέρα Κοινοτική Συνέλευσις δύναται, εάν κρίνη τούτο αναγκαίον, να συνέρχηται εις μυστικήν συνεδρίασιν, κατόπιν αποφάσεως λαμβανομένης δια πλειοψηφίας των δύο τρίτων του όλου αριθμού των μελών αυτής.

’ρθρον 104
1. Οι υπό της ελληνικής και της τουρκικής Κοινοτικής Συνελέυσεως ψηφιζόμενοι νόμοι ή αι λαμβανόμεναι αποφάσεις, αφού υπογραφώσιν υπό του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας αντιστοίχως, εντός δέκα πέντε ημερών από της παρ’ αυτών λήψεως των νόμων ή αποφάσεων τούτων, δημοσιεύονται αμέσως εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας.

2. Ο κοινοτικός νόμος ισχύει, πλην αν άλλη ημερομηνία ρητώς ορίζεται εν αυτό, απο της εν τη επίσημο εφημερίδα της Δημοκρατίας δημοσιεύσεως αυτού.

’ρθρον 105
1. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, εν σχέσει προς την ελληνικήν Κοινοτικήν Συνέλευσιν, και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας, εν σχέσει προς την τουρκικήν Κοινοτικήν Συνέλευσιν, δύνανται, εντός προθεσμίας δέκα πέντε ημερών από της υπ’ αυτών λήψεως παντός νόμου ή αποφάσεως της αντιστοίχου Κοινοτικής Συνελεύσεως, ν’ αναπέμψωσι τον νόμον ή την απόφασιν ταύτην εις την Κοινοτικήν Συνέλευσιν προς επανεξάτασιν.

2. Εάν η ενδιαφερομένη Κοινοτική Συνέλευσις εμμείνη επί του αναπεμφθέντος νόμου ή αποφάσεως, ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας, αναλόγως της περιπτώσεως, θα υπογράφωσι και δημοσιεύωσι τον νόμον ή την απόφασιν, συμφώνως προς τας διατάξεις του αμέσως προηγουμένου άρθρου.

’ρθρον 106
1. Τα μέλη των Κοινοτικών Συνελεύσεων δεν διώκονται ποινικώς και δεν ευθύνονται αστικώς ένεκεν οιασδήποτε εκφρασθείσης γνώμης ή ψήφου, δοθείσης υπ’ αυτών εν τη Κοινοτική Συνελεύσει.

2. Τα μέλη των Κοινοτικών Συνελέυσεων δεν διώκονται, συλλαμβάνονται ή φυλακίζονται, εφ’ όσον χρόνον εξακολουθώσι να είναι μέλη αυτών, άνευ αδείας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. ’δεια δεν απαιτείται επί ποινικού αδικήματος αυτοφώρου, τιμωρουμένου δια της ποινής του θανάτου ή δια φυλακίσεως πέντε ετών και άνω.

Εις την περίπτωσιν ταύτην, το Ανώτατον Δικαστήριον, ειδοποιούμενον παρευθύς υπό της αρμοδίας αρχής, αποφασίζει επί της παροχής ή μη της αδείας συνεχίσεως της διώξεως ή της κρατήσεως, αναλόγως της περιπτώσεως, εφ’ όσον ο αδικοπραγήσας εξακολουθεί να είναι μέλος της Κοινοτικής Συνελεύσεως.

3. Εάν το Ανώτατον Δικαστήριον αρνηθή να παράσχη την άδειαν προς δίωξιν του μέλους της Κοινοτικής Συνελεύσεως, ο χρόνος, καθ’ όν το μέλος τούτο δεν δύναται να διωχθή, δεν συνυπολογίζεται εις τον χρόνον της παραγραφής του περί ού πρόκειται αδικήματος.

4. Εάν το Ανωτατον Δικαστήριον αρνηθή να παράσχη την άδειαν προς εκτέλεσιν αποφάσεως φυλακίσεως, επιβληθείσης εις μέλος Κοινοτικής Συνελεύσεως υπό αρμοδίου δικαστηρίου, η εκτέλεσις της αποφάσεως ταύτης αναβάλλεται, μέχρις ού ο καταδικασθείς παύση να είναι μέλος της Κοινοτικής Συνελεύσεως.

’ρθρον 107
Κενούται η έδρα μέλους Κοινοτικής Συνελεύσεως:

(α) λόγω θανάτου αυτού, ή

(β) δι’ εγγράφου παραιτήσεως αυτού, ή

(γ) δια της επελεύσεως οιασδήποτε περιπτώσεως εκ των αναφερομένων εν τω εδαφίω (γ) ή (δ) του άρθρου 95 ή δια της απωλείας της ιθαγενείας της Δημοκρατίας ή εάν παύση να έχη τα προσόντα να εγγραφή εις τον αντίσττοιχον εκλογικόν κοινοτικόν κατάλογον ως εκλογεύς, ή

(δ) δια της αναλήψεως αξιώματος ή θέσεως εκ των εν άρθρω 101 αναφερομένων.

’ρθρον 108
1. Η ελληνική και η τουρκική κοινότης δικαιούται να λαμβάνωσι, παρά της ελληνικής ή της τουρκικής Κυβερνήσεως αντιστοίχως, επιχορηγήσεις δια τα εκπαιδευτικά, μορφωτικά, αθλητικά και φιλανθρωπικά ιδρύματα, άτινα ανήκουσιν αντιστοίχως εις την ελληνικήν ή την τουρκικήν κοινότητα.

2. Επίσης, οσάκις η ελληνική ή η τουρκική κοινότης θεωρή ότι δεν έχει τον αναγκαίον αριθμόν διδασκάλων, καθηγητών ή κληρικών δια την λειτουργίαν των ιδρυμάτων αυτής, η κοινότης θα δικαιούται να λάβη και χρησιμοποιήση το απολύτως αναγκαίον προς αντιμετώπισιν των αναγκών αυτής προσωπικόν, όπερ η ελληνική ή η τουρκική Κυβέρνησις αντιστοίχως θέλουσι παράσχει.

’ρθρον 109
Εκάστη θρησκευτική ομάς, ήτις, συμφώνως τη τρίτη παραγράφω του άρθρου 2, επελέξατο εκατέραν κοινότητα, δικαιούται όπως αντιπροσωπεύηται εν τη Κοινοτική Συνελεύσει της κοινότητος ήν ομάς επελέξατο, ως ο οικείος κοινοτικός νόμος θέλει ορίσει, δια μέλους ή μελών της θρησκευτικής ομάδος εκλεγομένων υπό ταύτης.

’ρθρον 110
1. Η αυτοκέφαλος ελληνική ορθόδοξος Εκκλησία της Κύπρου θα συνεχίση έχουσα το αποκλειστικόν δικαίωμα ρυθμίσεως και διοικήσεως των εσωτερικών αυτής υποθέσεων και της περιουσίας αυτής, συμφώνως τοις Ιεροίς Κανόσι και τω εν ασχύι Καταστατικώ Χάρτη αυτης. Η ελληνική Κοινοτική Συνέλευσις δεν δύναται όπως ενεργή αντιθέτως προς το ειρημένο δικαίωμα της ελληνικής ορθοδόξου

Εκκλησίας της Κύπρου.

2. Το ίδρυμα του βακουφίου και αι αρχαί και οι νόμοι περί των βακουφίων, ως και οι αναφερόμενοι εις βακούφια, αναγνωρίζονται υπό του Συντάγματος. Παν θέμα καθ’ οιονδήποτε τρόπον επηρεάζον ή σχέσιν έχον προς το ίδρυμα του βακουφίου ή των βακουφίων ή οιανδήποτε ιδιοκτησίαν των βακουφίων, περιλαμβανομένης της ιδιοκτησίας των τεμενών και οιουδήποτε ετέρου μουσουλμανικού θρησκευτικού ιδρύματος, διοικείται μόνον συμφώνως τοις νόμοις και αρχαίς των βακουφίων και τοις νόμοις και κανονισμοίς, ούς ψηφίζει η τουρκική Κοινοτική Συνέλευσις. Ουδεμία νομοθετική, εκτελεστική ή άλλη πράξις επιτρέπεται όπως παραβή τους εν λόγω νόμους ή αρχάς των βακουφίων και τους σχετικούς νόμους και κανονισμούς της τουρκικής Κοινοτικής Συνελεύσεως ή δύναται να επικρατήση τούτων ή να επέμβη εις τούτους.

3. Εκάστη εκκλησία θρησκευτικής ομάδος, δι’ ήν ισχύουσιν αι διατάξεις της τρίτης παραγράφου του άρθρου 2, θα συνεχίση έχουσα, από της ημερομηνίας της ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος, παν δικαίωμα σχετικόν προς θρησκευτικά θέματα, όπερ έχει συμφώνως τω ισχύοντι αμέσως προ της ειρημένης ημερομηνίας νόμω της αποικίας της Κύπρου.

’ρθρον 111
1. Τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος, παν ζήτημα των ανηκόντων εις την ελληνικήν ορθόδοξον Εκκλησίαν ή εις θρησκευτικήν ομάδα, δι’ ήν ισχύουσιν αι διατάξεις της τρίτης παραγράφου του άρθρου 2, σχέσιν έχον προς τον αρραβώνα, τον γάμον, το διαζύγιον, το κύρος του γάμου, τον χωρισμόν από κοίτης και τραπέζης ή την συνοίκησιν των συζύγων ή τας οικογενειακάς σχέσεις, εξαιρουμένης της δια δικαστικής αποφάσεως νομιμοποιήσεως ή της υιοθεσίας, διέπεται, από της ημερομηνίας της ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος, υπό του εκκλησιαστικού νόμου εκάστης θρησκευτικής ομάδος, αναλόγως της περιπτώσεως, και διαγιγνώσκεται υπό του εκκλησιαστικού δικαστηρίου εκάστης εκκλησίας, εκατέρα δε Κοινοτική Συνέλευσις στερείται της αρμοδιότητος να αποφασίση αντιθέτως προς τας διατάξεις του εκκλησιαστικού νόμου.

2. Ουδέν εκ των εν η πρώτη παραγράφω του παρόντος άρθρου διαλαμβανομένων δύναται να παρεμποδίση την εφαρμογήν των διατάξεων της πέμπτης παραγράφου του άρθρου 90, προκειμένης εκτελέσεως οιασδήποτε αποφάσεως ή διαταγής παντός εκκλησιαστικού δικαστηρίου.

Μέρος VI. Περί των Ανεξαρτήτων Αξιωματούχων της Δημοκρατίας



Κεφάλαιον I

Ο γενικός εισαγγελεύς της Δημοκρατίας και ο βοηθός γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας.

’ρθρον 112
1. Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζουσιν από κοινού δύο εκ των κεκτημένων τα προσόντα του διορισμού ως δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου πρόσωπα ως γενικόν εισαγγελέα της Δημοκρατίας και βοηθόν γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας, τηρουμένου του κανόνος, ότι ο γενικός εισαγγελέυς και ο βοηθός γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας δεν θα ανήκωσιν εις την αυτήν κοινότητα.

2. Ο γενικός εισαγγελέας της Δημοκρατίας προΐσταται της νομικής υπηρεσίας της Δημοκρατίας και ο βοηθός γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας έπεται τούτω. Η νομική υπηρεσία της Δημοκρατίας είναι ανεξάρτητος υπηρεσία, μη υπαγομένη εις οιονδήποτε υπουργείον.

3. Ο γενικός εισαγγελεύς και ο βοηθός γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας έχουσι το δικαίωμα να ακούωνται υπό παντός δικαστηρίου ή δικαστού και προηγούνται ιεραρχικώς οιουδήποτε άλλου προσώπου εμφανιζομένου ενώπιον οιουδήποτε δικαστηρίου ή δικαστού, τηρουμένου του κανόνος, ότι ο γενικός εισαγγελεύς της Δημοκρατίας προηγείται πάντοτε ιεραρχικώς του βοηθού γενικού εισαγελέως της Δημοκρατίας.

4. Ο γενικός εισαγγελεύς και ο βοηθός γενικού εισαγγαλέως της Δημοκρατίας είναι μέλη της μονίμου υπηρεσίας της Δημοκρατίας και υπηρετούσιν υφ’ ούς όρους οι δικασταί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, πλην του προέδρου τούτου, και δεν απολύονται, ειμή υφ’ ούς όρους και καθ’ όν τρόπον οι δικασταί ούτοι.

5. Επί παντός ζητήματος αφορώντος εις πρόσωπα ανήκοντα εις την κοινότητα του γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας, ή την κοινότητα του βοηθού γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας, αναλόγως της περιπτώσεως, ο είς συμβουλεύεται τον έτερον προ της λήψεως αποφάσεως υπό του γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας, τηρουμένου του κανόνος, ότι εις διώξεις ενώπιον δικαστηρίων εχόντων ποινικήν δικαιοδοσίαν, συντεθειμένων δε εκ δικαστών ανηκόντων εις μίαν κοινότητα, θα έχη την ενεργόν διαχείρισιν της υποθέσεως ο γενικός εισαγγελεύς της Δημοκρατίας ή ο βοηθός γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας, αναλόγως της περιπτώσεως, ο ανήκων εις την κοινότητα ταύτην.

’ρθρον 113
1. Ο γενικός εισαγγελεύς της Δημοκρατίας, βοηθούμενος υπό του βοηθού γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας, είναι ο νομικός σύμβουλός της Δημοκρατίας, του Προέδρου της Δημοκρατίας, του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, του Υπουργικού Συμβουλίου και των υπουργών, ασκεί δε πάσαν ετέραν εξουσίαν και εκτελεί πάσαν ετέραν υπηρεσίαν ή καθήκον καθοριζόμενον ή ανατιθέμενον εις αυτόν δια του Συντάγματος ή δια νόμου.

2. Ο γενικός εισαγγελεύς της Δημοκρατίας έχει εξουσίαν κατά την κρίσιν αυτού, προς το δημόσιον συμφέρον, να κινή, διεξάγη, επιλαμβάνηται και συνεχίζη ή διακόπτη οιανδήποτε διαδικασίαν, ή διατάσση διώξιν καθ’ οιουδήποτε προσώπου εν τη Δημοκρατία δι’ οιονδήποτε αδίκημα. Η τοιαύτη εξουσία δύναται να ασκήται υπό του γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας είτε αυτοπροσώπως είτε δι’ υπαλλήλων υπαγομένων εις αυτόν, ενεργούντων υπό και συμφώνως προς τας οδηγίας αυτού.

’ρθρον 114
1. Ο βοηθός γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας έχει την εξουσίαν και ασκεί τας υπηρεσίας και τα καθήκοντα, άτινα κανονικώς εμπίπτουσιν εις την αρμοδιότητα του αξιώματος του. Ούτος, ωσαύτως, δύναται να ασκή πάσαν εξουσίαν και να εκτελή πάσαν υπηρεσίαν ή καθήκον εμπεπιστευμένον εις τον γενικόν εισαγγελέα της Δημοκρατίας δυνάμει του Συντάγματος ή των νόμων, υποκείμενος εις τας οδηγίας του γενικού εισαγελέως της Δημοκρατίας.

2. Ο βοηθός γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας ανπληροί τον γενικόν εισαγγελέα της Δημοκρατίας εν τη ενασκήσει των καθηκόντων αυτού εν περιπτώσει απουσίας ή προσκαίρου κωλύματος αυτού.


Κεφάλαιον II

Ο γενικός ελεγκτής και ο βοηθός γενικού ελεγκτού

’ρθρον 115
1. Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζουσιν από κοινού δύο ικανά και κατάλληλα πρόσωπα ως γενικόν ελεγκτήν και βοηθόν γενικού ελεγκτού, τηρουμένου του κανόνος, ότι ο γενικός ελεγκτής και ο βοηθός γενικού ελεγκτού δεν θα ανήκωσιν εις την αυτήν κοινότητα.

2. Ο γενικός ελεγκτής είναι προϊστάμενος της ελεγκτικής υπηρεσίας της Δημοκρατίας και ο βοηθός γενικού ελεγκτού έπεται αυτώ. Η ελεγκτική υπηρεσία της Δημοκρατίας είναι ανεξάρτητος υπηρεσία της Δημοκρατίας, μη υπαγομένη εις οιονδήποτε υπουργείον.

3. Ο γενικός ελεγκτής και ο βοηθός γενικού ελεγκτού είναι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι της Δημοκρατίας, και δεν αποχωρούσι της υπηρεσίας ούτε απολύονται εκ της θέσεως αυτών, ειμή υφ’ ούς όρους και καθ’ όν τρόπον οι δικασταί του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

’ρθρον 116
1. Ο γενικός ελεγκτής, βοηθούμενος υπό του βοηθού γενικού ελεγκτού, ελέγχει εν ονόματι της Δημοκρατίας πάσαν πληρωμή ή είσπραξη και πάντα λογαριασμών χρηματικών διαθεσίμων ή λοιπού ενεργητικού ή αναληφθεισών υπό της Δημοκρατίας ή διά λογαριασμόν αυτής υποχρεώσεων, του οποίου η διαχείρισις γίνεται υπό της Δημοκρατίας ή εν ονόματι αυτής, θεωρών και ελέγχων συνάμα πάντα τοιούτον λογαριασμόν. Προς τον σκοπόν τούτον έχει το δικαίωμα της επιθεωρήσεως απάντων των σχετικών προς τοιούτους λογαριασμούς

βιβλίων, αρχείων και καταστάσεων, και των τόπων ένθα φυλάσσεται το περί ού ο λόγος ενεργητικόν.

2. Ο γενικός ελεγκτής, βοηθούμενος υπό του βοηθού γενικού ελεγκτού, ασκεί πάσαν ετέραν εξουσίαν και εκτελεί πάσαν υπηρεσίαν ή καθήκον καθοριζόμενον ή ανατιθέμενον εις αυτόν δια νόμου.

3. Αι εις το παρόν κεφάλαιον οριζόμεναι εξουσίαι και τα καθήκοντα του γενικού ελεγκτού δύνανται ν’ ασκώνται και η καθοριζομένη υπηρεσία να εκτελήται υπ’ αυτού είτε δι’ υπαλλήλων υπαγομένων υπ’ αυτόν και ενεργούντων υπό και συμφώνως προς τας οδηγίας αυτού.

4. Ο γενικός ελεγκτής υποβάλλει ετησίως έκθεσιν, επί της ασκήσεως των εν τω παρόντι κεφαλαίω αναφερομένων υπηρεσιών και καθηκόντων αυτού, προς τον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρον της Δημοκρατίας, οίτινες μεριμνώσι περί της καταθέσεως αυτής ενώπιον της Βουλής.

’ρθρον 117
1. Ο βοηθός γενικού ελεγκτού έχει την εξουσίαν και εκτελεί τας υπηρεσίας και τα καθήκοντα, άτινα κανονικώς εμπίπτουσιν εις την αρμοδιότητα του αξιώματος του. Ούτος ωσαύτως δύναται, υποκείμενος εις τας οδηγίας του γενικού ελεγκτού, να ασκή πάσαν εξουσίαν και να εκτελή παν καθήκον ή υπηρεσίαν εμπεπιστευμένην εις τον γενικόν ελεγκτήν δυνάμει του Συντάγματος ή του νόμου.

2. Ο βοηθός γενικού ελεγκτού αναπληροί τον γενικόν ελεγκτήν εν τη ενασκήσει των καθηκόντων αυτού, εν περιπτώσει απουσίας ή προσκαίρου κωλύματος αυτού.


Κεφάλαιον III

Ο διοικητής και ο υποδιοικητής της Εκδοτικής Τραπέζης της Δημοκρατίας

’ρθρον 118
1. Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζουσιν από κοινού δύο ικανά και κατάλληλα πρόσωπα ως διοικητήν και υποδιοικητήν της Εκδοτικής Τραπέζης της Δημοκρατίας, τηρουμένου του κανόνος, ότι ο διοικητής και ο υποδιοικητής της Εκδοτικής Τραπέζης της Δημοκρατίας δεν θα αήκωσιν εις την αυτήν κοινότητα.

2. Ο διοικητής της Εκδοτικής Τραπέζης της Δημοκρατίας προϊσταται της Εκδοτικής Τραπέζης και ο υποδιοικητής έπεται αυτώ. Η Τράπεζα αυτή δεν υπάγεται εις οιονδήποτε υπουργείον.

3. Ο διοικητής και ο υποδιοικητής της Εκδοτικής Τραπέζης της Δημοκρατίας, είτε θα είναι μέλη της μονίμου δημοσίας υπηρεσίας είτε θα διορίζωνται υπό όρους καθοριζομένους δια των εγγραφών του διορισμού αυτών.

4. Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας, από κοινού, δύναται οποτεδήποτε να παύωσιν είτε τον διοικητήν είτε τον υποδιοικητήν της Εκδοτικής Τραπέζης της Δημοκρατίας είτε και αμφοτέρους, αναλόγως της περιπτώσεις.

5. Εν περιπτώσει τοιαύτης παύσεως, εις τον διοικητήν ή τον υποδιοικητήν της Εκδοτικής Τραπέζης της Δημοκρατίας ή και εις αμφοτέρους, αναλόγως της περιπτώσεως, θα δίδεται, συμφώνως προς τε την έκτην παράγραφον του παρόντος άρθρου και τας διατάξεις του Συντάγματος περί δημοσίας υπηρεσίας της Δημοκρατίας, ετέρα κατάλληλος θέσις εν τη μονίμω δημοσία υπηρεσία της Δημοκρατίας, εάν ο διοικητής ή ο υποδιοικητής ήσαν, αμέσως προ της τοιαύτης παύσεως, μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι.

6. Οιανδήποτε πειθαρχικόν ζήτημα, σχετικόν προς την άσκησιν της υπηρεσίας του διοικητικού και του υποδιοικητικού της Εκδοτικής Τραπέζης της Δημοκρατίας, υπάγεται εις την ογδόην παράγραφον του άρθρου 153 συνιστωμένου συμβουλίου.

’ρθρον 119
1. Ο διοικητής της Εκδοτικής Τραπέζης της Δημοκρατίας, βοηθούμενος υπό του υποδιοικητού, εφαρμόζει τους νομισματικούς νόμους της Δημοκρατίας, είναι επιφορτισμένος με την διοίκησιν της Εκδοτικής Τραπέζης της Δημοκρατίας, ασκεί πάσαν ετέραν εξουσίαν και εκτελεί πάσαν ετέραν υπηρεσίαν ή καθήκον εμπίπτον εις την αρμοδιότητα της Εκδοτικής Τραπέζης της Δημοκρατίας.

2. Ο διοικητής της Εκδοτικής Τραπέζης της Δημοκρατίας, βοηθούμενος υπό του υποδιοικητού, ασκεί πάσαν ετέραν εξουσίαν και εκτελεί παν έτερον καθήκον ή υπηρεσίαν καθοριζομένην ή ανατιθεμένην αυτώ δια νόμου.

3. Αι εν τω παρόντι κεφαλαίω οριζόμεναι εξουσίαι και καθήκοντα του διοικητού της Εκδοτικής Τραπέζης δύναται να ασκώνται και η καθοριζομένη υπηρεσία να εκτελήται υπ’ αυτού είτε αυτοπροσώπως είτε δι’ υπαλλήλων υπαγομένων υπ’ αυτόν και ενεργούντων υπό και συμφώνως προς τας οδηγίας αυτού.

4. Ο διοικητής, βοηθούμενος υπό του υποδιοικητού, εκτελεί, καθ΄όσον αφορά εις την οικονομικήν πολιτικήν, ήτις ανάγεται εις την αρμοδιότητα αυτού, τας σχετικάς αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου και εφαρμόζει τας διατάξεις οιουδήποτε νόμου. Ως προς τον τρόπον εφαρμογής της τοιαύτης πολιτικής, συμβουλεύεται τον υπουργόν των οικονομικών και συμμορφούται προς τας υποδείξεις αυτού.

5. Ο διοικητής της Εκδοτικής Τραπέζης υποβάλλει εξαμηνιαίας εκθέσεις, επί της καταστάσεως του νομίσματος, των κεφαλαίων και αξιών της Δημοκρατίας , προς τον Πρόεδρον και τον Αντιπρόεδρον της Δημοκρατίας, οίτινες μεριμνώσι περί της καταθέσεως των εκθέσεων ενώπιον της Βουλής των Αντιπροσώπων.

’ρθρον 120
1. Ο υποδιοικητής της Εκδοτικής Τραπέζης της Δημοκρατίας έχει την εξουσίαν και εκτελεί τας υπηρεσίας και τα καθήκοντα, άτινα κανονικώς εμπίπτουσιν εις την αρμοδιότητα αυτού. Ούτος ωσαύτως δύναται να ασκή, υποκείμενος εις τας οδηγίας του διοικητού, πάσαν εξουσίαν και να εκτελή παν καθήκον ή υπηρεσίαν ανατιθεμένην εις τον διοικητής της Εκδοτικής

Τραπέζης της Δημοκρατίας δυνάμει του Συντάγματος ή του νόμου.

2. Ο υποδιοικητής αναπληροί τον διοικητήν της Εκδοτικής Τραπέζης της Δημοκρατίας εν τη ενασκήσει των καθηκόντων αυτού, εν περιπτώσει απουσίας ή πρόσκαιρου κωλύματος αυτού.

’ρθρον 121
Ουδέν εκ των εν τω παρόντι κεφαλαίω περιλαμβανομένων δύναται να ερμηνευθή ως κωλύον την μετατροπήν της Εκδοτικής Τραπέζης της Δημοκρατίας εις Κεντρικήν Τράπεζαν, υπό τον όρον ότι εν τοιαύτη περιπτώσει, τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, ο διοικητής και ο υποδιοικητής της Εκδοτίκης Τραπέζης της Δημοκρατίας θα καταστώσιν, αντιστοίχως, διοικητής και υποδιοικητής της Κεντρικής Τραπέζης της Δημοκρατίας.

Μέρος VII. Περί της Δημοσίας Υπηρεσίας



Κεφάλαιον Ι - Γενικαί Διατάξεις

’ρθρον 122
Εν τω παρόντι κεφαλαίω, οι κάτωθι όροι, εκτός εάν εκ της εν δεδομένη αλληλουχία χρήσεως όρου τίνος προκύπτει άλλο τι, σημαίνουσι:

Ο όρος 'δημοσία θέσις ή αξίωμα' σημαίνει θέσιν ή αξίωμα εν τη δημοσία υπηρεσία.

Ο όρος 'δημόσιος υπάλληλος' δηλοί τον κατέχοντα μονίμως ή προσωρινώς δημοσίαν θέσιν ή αξίωμα ή τον αναπληρούντα τον μόνιμον κάτοχον.

Ο όρος 'δημοσία υπηρεσία' σημαίνει υπηρεσίαν υπαγομένην εις την Δημοκρατίαν, πλην της υπηρεσίας εν τω στρατώ ή εν τοις σώμασιν ασφαλείας της Δημοκρατίας, και περιλαμβάνει υπηρεσίαν παρά τω Οργανισμώ Εσωτερικών Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, τω Ραδιοφωνικώ Ιδρύματι Κύπρου και τω Οργανισμώ Ηλεκτρισμού Κύπρου, και παρ’ οιωδήποτε ετέρω νομικώ προσώπω δημοσίου δικαίου άνευ νομικής προσωπικότητος, ιδρυομένοις προς το δημόσιον συμφέρον υπό νόμου, των οποίων τα κεφάλαια είτε είναι ηγγυημένα υπό της Δημοκρατίας, εν ή δε περιπτώσει η επιχείρησις ασκείται αποκλειστικώς υπό τοιούτου νομικού προσώπου ή οργανισμού, εφ’ όσον ή διοίκησις αυτού τελεί υπό τον έλεγχον της Δημοκρατίας. Ο εν αρχή όρος δεν περιλαμβάνει, όμως, υπηρεσίαν εις θέσιν ή αξίωμα ού ο διορισμός ή η πλήρωσις δυνάμει του Συντάγματος ενεργείται από κοινού υπό του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, ουδέ υπηρεσίαν εργατών, εκτός εάν ούτοι απασχολώνται τακτικώς ως εργάται εις μόνιμα έργα της Δημοκρατίας ή οιουδήποτε εκ των ειρημένων νομικών προσώπων ή οργανισμών.

’ρθρον 123
1. Η δημοσία υπηρεσία αποτελείται κατά εβδομήκοντα επί τοις εκατόν εξ Ελλήνων και κατά τριάκοντα επί τοις εκατόν εκ Τούρκων.

2. Η ποσοτική αύτη κατανομή εφαρμόζεται, καθ’ ό μέτρον καθίσταται τούτο πρακτικώς δυνατόν, εις άπαντας τους βαθμούς της ιεραρχίας εν τη δημοσία υπηρεσία.

3. Εις περιοχάς ή τοποθεσίας, ένθα εκατέρα κοινότης αποτελεί πλειοψηφίαν προσεγγίζουσαν τα εκατόν επί τοις εκατόν, οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι τοποθετημένοι ή επιφορτισμένοι δι’ υπηρεσίας εις τοιαύτας περιοχάς ή τοποθεσίας, δέον να ανήκωσιν εις την εν λόγω κοινότητα.

’ρθρον 124
1. Συνιστάται επιτροπή δημοσίας υπηρεσίας συγκειμένη εξ ενός προέδρου και εννέα άλλων μελών, διοριζομένων από κοινού υπό του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας.

2. Επτά εκ των μελών της επιτροπής είναι Έλληνες και τρείς Τούρκοι

3. Έκαστον μέλος της επιτροπής διορίζεται διά περίοδον έξ ετών, δύναται όμως να υποβάλη οποτεδήποτε ιδιογραφώς παραίτησιν, απευθυνομένην προς τον Πρόεδρον και τον Αντιπρόεδρον της Δημοκρατίας.

4. Η αντιμισθία, ως και οι έτεροι όροι υπηρεσίας μέλους της επιτροπής, θέλουσιν ορισθή δια νόμου, και δεν δύναται να μεταβληθώσι δυσμενώς δια το μέλος μετά τον διορισμόν αυτού,

5. Τα μέλη της επιτροπής δεν δύναται ν απολυθώσιν, ειμή υφ’ ούς όρους και καθ’ όν τρόπον οι δικασταί του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

6. (1) Ουδείς δύναται να διορισθή ως μέλος της επιτροπής, εάν δεν είναι υπήκοος της Δημοκρατίας, δεν είναι αμέμπου χαρακτήρος και δεν έχη τα προσόντα εκλογής αυτού ως βουλευτού.

(2) Ουδείς δύναται να διορισθή ή να παραμείνη ως μέλος της επιτροπής, εφ’ όσον διατελεί ή διετέλεσε κατά τους δώδεκα προηγουμένους του διορισμού αυτού μήνας προκειμένου περί του προέδρου αυτής, ή κατά τους έξ προηγουμένους του διορισμού αυτού μήνας προκειμένου περί οιουδήποτε ετέρου μέλους:

(α) υπουργός,

(β) βουλευτής ή μέλος εκατέρας Κοινοτικής Συνελεύσεως,

(γ) δημόσιος υπάλληλος ή πρόσωπον ανήκον εις τας ενόπλους δυνάμεις,

(δ) υπάλληλος οιασδήποτε τοπικής αρχής ή νομικού προσώπου ή οργανισμού κοινής ωφέλειας ιδρυθέντος δια νόμου προς το δημόσιον συμφέρον, και

(ε) μέλος συντεχνίας ή σωματείου ή οργανώσεως ανηκούσης εις αυτήν.

7. Εάν οιονδήποτε μέλος της επιτροπής τελή εν αδεία, ή αδυνατή να ασκήση τα καθήκοντα αυτού ένεκεν απουσίας αυτού εκτός των ορίων της Δημοκρατίας ή ένεκεν οιουδήποτε άλλου λόγου, ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας δύνανται από κοινού να διορίσωσιν οιονδήποτε πρόσωπον, όπερ συγκεντροί τα απαιτούμενα προσόντα, εις την θέσιν του απουσιάζοντος ή κωλυομένου προς άσκησιν των καθηκόντων αυτού, εφ’ όσον χρόνον διαρκεί η απουσία ή το κώλυμα.

’ρθρον 125
1. Επιφυλασσομένης πάσας ετέρας εν τω Συντάγματι ρητής διατάξεως περί οιουδήποτε των εν τη παρούση παραγράφω θεμάτων, και τηρουμένων των διατάξεων οιουδήποτε νόμου, η επιτροπή δημοσίας υπηρεσίας οφείλει να κατανέμη τας δημοσίας θέσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων και να διορίζη, μονιμοποιή, εντάσση εις την δύναμιν των μονίμων ή των δικαιουμένων συντάξεως υπαλλήλων, προάγη, μεταθέτη, καθιστά συνταξιούχους δημοσίους υπαλλήλους, και να ασκή πειθαρχικήν εξουσίαν επ’ αυτών, περιλαμβανομένων της απολύσεως ή της απαλλαγής από των καθηκόντων αυτών.

2. Ο πρόεδρος συγκαλεί εις συνεδρίασιν την επιτροπήν και προεδρεύει των συνεδριάσεων αυτής, τηρουμένων των κάτωθι, ήτοι ότι:

(α) ουδεμία συνεδρίασις γίνεται, εφ’ όσον δεν έχουσι προηγουμένως ειδιποιηθή περί ταύτης άπαντα τα μέλη της επιτροπής,

(β) εις περίπτωσιν ισοψηφίας, ο πρόεδρος δεν δικαιούται δευτέρας ή νικώσης ψήφου.

3. (1) Τηρουμένων των επομένων διατάξεων της παρούσης παραγράφου, οιαδήποτε απόφασις της επιτροπής λαμβάνεται δι’ απολύτου πλειοψηφίας των μελών αυτής.

(2) Εν περιπτώσει διορισμού ή προβιβασμού προς πλήρωσιν κενής ή το πρώτον συσταθείσης θέσεως, η απόφασις ως προς την πλήρωσιν ταύτης, συνφώνως ταις διατάξεσι του Συντάγματος, υπό Έλληνος ή Τούρκου λαμβάνεται δι΄απολύτου πλειοψηφίας, εις ήν δέον να περιλαμβάνωνται αι ψήφοι τπυλάχιστον δύο εκ των τουρκικών μελών της επιτροπής εάν όμως τοιαύτη απόφασις δεν δύναται να ληφθή δια της ανωτέρω οριζομένης πλειοψηφίας, το ζήτημα παραπέμπεται υπό της επιτροπής εις το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον, ίνα τούτο αποφασίση σχετικώς. Η απόφασις του Δικαστηρίου τούτου είναι οριστική, δεσμεύουσα την επιτροπήν.

(3) Οσάκις η απόφασις αφορά αποκλειστικώς εις Τούρκον, αύτη λαμβάνεται δι’ απολύτου πλειοψηφίας, εις ήν δέον να περιλαμβάνωνται αι ψήφοι τουλάχιστον δύο τουρκικών μελών της επιτροπής.

(4) Οσάκις η απόφασις αφορά εις επιλογήν Έλληνος ή Τούρκου προς διοριμόν ή προαγωγήν, αύτη λαμβάνεται, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3) της παρούσης παραγράφου, δι’ απολύτου πλειοψηφίας παρά ταύτα, η ομόφωνος πρότασις πέντε ελληνικών μελών της επιτροπής, προκειμένου περί επιλογής Έλληνος, ή η ομόφωνος πρότασις τριών τουρκικών μελών, προκειμένου περί εκλογής Τούρκου, δεσμεύουσι την επιτροπήν.

Κεφάλαιον ΙΙ - Ο γενικός λογιστής και ο βοηθός γενικού λογιστού

’ρθρον 126
1. Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζουσιν απο κοινού δύο ικανά και κατάλληλα πρόσωπα ως γενικόν λογιστήν και βοηθόν γενικού λογιστού, τηρουμένου του κανόνος, ότι ο γενικός λογιστής και ο βοηθός γενικού λογιστού δεν θα ανήκωσιν εις την αυτήν κοινότητα.

2. Ο γενικός λογιστής είναι ο προϊστάμενος του θησαυροφυλακείου και ο βοηθός γενικού λογιστού έπεται αυτώ.

3. Η εκ της υπηρεσίας αποχώρησις και πας πειθαρχικός έλεγχος, περιλαμβανομένης της απολύσεως και της απομακρύνσεως εκ της υπηρεσίας, του γενικού λογιστού και του βοηθού γενικού λογιστού, υπάγονται εις την αρμοδιότητα της επιτροπής δημοσίας υπηρεσίας.

’ρθρον 127
1. Ο γενικός λογιστής, βοηθούμενος υπό του βοηθού γενικού λογιστού, διευθύνει και επιβλέπει πάσαν λογιστικήν εργασίαν σχετικήν προς τα χρηματικά διαθέσιμα και το λοιπόν ενεργητικόν, ών η διαχείρισις γίνεται υπό της Δημοκρατίας ή εν ονόματι αυτής, και προς τας αναληφθείσας υπό της Δημοκρατίας ή δια λογαριασμόν αυτής υποχρεώσεως. Τηρουμένων δε των διατάξεων του Συντάγματος ή οιουδήποτε νόμου, δέχεται και ενεργεί πάσαν πληρωμήν χρημάτων της Δημοκρατίας.

2. Ο γενικός λογιστής, βοηθούμενος υπό του βοηθού γενικού λογιστού, ασκεί πάσαν ετέραν εξουσίαν και εκτελεί παν έτερον καθήκον ή υπηρεσίαν καθοριζομένην εις τούτον δια νόμου.

3. Αι εν τω παρόντι κεφαλαίω οριζόμεναι εξουσίαι και καθήκοντα του γενικού λογιστού δύναται να ασκώνται και η καθοριζομένη υπηρεσία να εκτελείται είτε αυτοπροσώπως, είτε δι’ υπαλλήλων υπαγομένων υπ’ αυτόν και ενεργούντων υπό και συμφώνως προς τας οδηγίας αυτού.

’ρθρον 128
1. Ο βοηθός γενικού λογιστού έχει την εξουσίαν και εκτελεί τας υπηρεσίας και καθήκοντα, άτινα κανονικώς εμπίπτουσιν εις την αρμοδιότητα αυτού. Ούτος ωσαύτως δύναται, υποκείμενος εις τας οδηγίας του γενικού λογιστού, να ασκή πάσαν εξουσίαν και να εκτελή πάσαν υπηρεσίαν και καθήκον εμπεπιστευμένον εις τον γενικόν λογιστήν δυνάμει τιυ Συντάγματος ή του νόμου.

2. Ο βοηθός γενικού λογιστού αναπληροί τον γενικόν λογιστήν εν τη ενασκήσει των καθηκόντων αυτού, εν περιπτώσει απουσίας ή πρόσκαιρης κωλύματος αυτού.

Μέρος VII. Περί των Ενόπλων Δυνάμεων της Δημοκρατίας



’ρθρον 129
1. Η Δημοκρατία έχει στρατόν δύο χιλιάδων ανδρών, εκ των οποίων εξήκοντα επί τοις εκατόν είναι Έλληνες και τεσσαράκοντα επί τοις εκατόν Τούρκοι.

2. Υποχρεωτική στρατιωτική θητεία δεν δύναται να επιβληθή , ειμή κατόπιν κοινής συμφωνίας του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας.

’ρθρον 130
1. Αι δυνάμεις της Δημοκρατίας εκ της αστυνομίας της Δημοκρατίας και της χωροφυλακής, και έχουσι δύναμιν δύο χιλλιάδων ανδρών, ήτις δύναται να μειωθή ή αυξηθή κατόπιν κοινής συμφωνίας του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας.

2. Αι δυνάμεις ασφαλείας της Δημοκρατίας συντίθενται κατά εβδομήκοντα επί τοις εκατόν εξ Ελλήνων και κατά τριάκοντα επί τοις εκατόν εκ Τούρκων. Κατά την αρχικήν όμως περίοδον, και ίνα μή απολυθώσιν οι Τούρκοι, οίτινες υπηρετούν εις το αστυνομικόν σώμα την 11ην Φεβρουαρίου 1959, μη περιλαμβανομένων των υπηρετούντων εις την επικουρικήν αστυνομίαν, το ποσοστόν των Τούρκων δύναται να διατηρηθή κατ’ ανώτατον όριον εις τεσσαράκοντα επί τοις εκατόν, και συνεπώς το ποσοστόν των Ελλήνων δύναται να μειωθή μέχρι εξήκοντα επί τοις εκατόν.

’ρθρον 131
1. Οι αρχηγοί και υπαρχηγοί του στρατού, της αστυνομίας και της χωροφυλακής της Δημοκρατίας διορίζονται από κοινού υπό του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας.

2. Είς των αρχηγών του στρατού, της αστυνομίας και της χωροφυλακής είναι Τούρκος, και οσάκις ο αρχηγός του στρατού ή της αστυνομίας ή της χωροφυλακής ανήκει εις την μίαν κοινότητα, ο υπαρχηγός ανήκει εις την ετέραν κοινότητα.

’ρθρον 132
Δυνάμεις σταθμεύουσα εις τμήματα του εδάφους της Δημοκρατίας κατωκημένα εν αναλογία προσεγγιζούση τα εκατόν επί τοις εκατόν αποκλειστικώς υπό μελών μιας μόνης κοινότητος, δέον να ανήκωσιν εις την κοινότητα ταύτην.

Μέρος IX. Περί του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου



’ρθρον 133
1. (1) Καθιδρύεται Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον της Δημοκρατίας, συγκείμενον εξ ενός έλληνος, ενός τούρκου και ενός ουδέτερου δικαστού. Πρόεδρος του Δικαστηρίου είναι ο ουδέτερος δικαστής.

(2) Ο Πρόεδρος και οι λοιποί δικασταί του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηίου διορίζονται από κοινού υπό του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας εν περιπτώσει όμως κενώσεως μιας μόνης θέσεως, είτε του έλληνος είτε του τούρκου δικαστού, υπερισχύει η πρότασις του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, εις την κοινότητα του οποίου ανήκει ο διορισθησόμενος δικαστής, εάν ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας δεν συμφωνήσωσιν επί του διορισμού τούτου εντός μιας εβδομάδας από της προτάσεως ταύτης.

2. Έδρα του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου είναι η πρωτεύουσα της Δημοκρατίας.

3. Ο ουδέτερος δικαστής δεν δύναται να είναι υπήκοος ή πολίτης της Δημοκρατίας ή του Βασιλείου της Ελλάδος ή της Τουρκικής Δημοκρατίας ή του Ηνωμένου Βασιλείου και των αποίκων αυτού.

4. Ο έλλην και ο τούρκος δικαστής του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου δέον να είναι πολίται της Δημοκρατίας.

5. Ο πρόεδρος και οι λοιποί δικασταί του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου διορίζονται επιλεγομένοι μεταξύ νομομαθών ανωτάτου επαγγελματικού και ηθικού επιπέδου.

6. (1) Ο πρόεδρος του Δικαστηρίου διορίζεται δια χρονικήν περίοδον έξ ετών.

(2) Η αντιμισθία και οι λοιπόι όροι υπηρεσίας του προέδρου του Δικαστηρίου δέον να αναφέρωνται εν τω εγγράφω του διορισμού αυτού.

(3) Οι όροι υπηρεσίας του προέδρου του Δικαστηρίου, οι αναφερόμενοι εν τω εγγράφω του διορισμού αυτού κατά το εδάφιον (2) της παρούσης παραγράφου, δέον να περιλαμβάνωσι:

(α) όρον περί αποχωρήσεως αυτού εκ της υπηρεσίας δια τους αυτούς λόγους, δι’ ούς αποχωρεί ο έλλην ή ο τούρκος δικαστής κατά το εδάφιον (3) της εβδόμης παραγράφου του παρόντος άρθρου, και

(β) όρον περί απολύσεως αυτού διά τον αυτόν λόγον, δι’ όν δύναται να απολυθή ο έλλην ή ο τούρκος δικαστής, κατά το εδάφιον (4) της εβδόμης παραγράφου του παρόντος άρθρου.

7. (1) Ο έλλην και ο τούρκος δικαστής είναι μόνιμα μέλη της δικαστικής υπηρεσίας της Δημοκρατίας, και παραμένουσιν εν υπηρεσία μέχρι του εξηκοστού ογδόου έτους συμπεριλαμβανομένου.

(2) Ο έλλην και ο τούρκος δικαστής δύναται να υποβάλη ιδιογραφώς την παραίτησιν αυτού προς τον Πρόεδρον και τον Αντιπρόεδρον της Δημοκρατίας, διατηρουμένων των δικαιωμάτων αυτού επί οιουδήποτε επί τη αποχωρήσει αυτού χορηγουμένου επιδόματος, συντάξεως, προσθέτου χορηγήματος ή άλλου παρομοίου ωφελήματος, το οποίον τυχόν απέκτησε βάσει οιουδήποτε νόμου.

(3) O έλλην ή ο τούρκος δικαστής του Δικαστηρίου αποχωρεί εκ της υπηρεσίας λόγω πνευματικής ή σωματικής ανικανότητας ή αναπηρίας, καθιστώσης αυτόν ανίκανον να εκπληρώση τα καθήκοντα αυτού είτε μονίμως είτε επί τοσούτον χρόνον, ώστε να καθίσταται ανέφικτος η συνέχισις της υπηρεσίας αυτού. Ο ούτω αποχωρών δικαστής δικαιούται πάντων των ωφελημάτων και απολαβών των προβλεπομένων υπό του κατά τον χρόνον της αποχωρήσεως αυτού ισχύοντος νόμου.

(4) Ο έλλην ή ο τούρκος δικαστής του Δικαστηρίου απολύονται εκ της υπηρεσίας λόγω αναρμόστου συμπεριφοράς.

8. (1) Καθιδρύεται συμβούλιον, συγκείμενον εκ του προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως προέδρου, του αρχαιοτέρου κατά διορισμόν έλληνος δικαστού και του τούρκου δικαστού του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως μελών.

(2) Το συμβούλιον τούτο κέκτηται αποκλειστικήν αρμοδιότητα να αποφασίζη επί παντός θέματος αναφερομένου:

(α) εις την αποχώρησιν, την απόλυσιν ή τον καθ’ οιονδήποτε άλλον τρόπον τερματισμόν της υπηρεσίας του προέδρου του Δικαστηρίου, συμφώνως προς τους όρους, τους περιλαμβανομένους εν τω εγγράφω του διορισμού αυτού,

(β) εις την αποχώρησιν ή την απόλυσιν του έλληνος ή του τούρκου δικαστού του Δικαστηρίου, δια τους εν εδάφοις (3) και (4) της εβδόμης παραγράφου του παρόντος άρθρου προβλεπομένους λόγους.

(3) Η κατά το εδάφιον (2) της παρούσης παραγράφου διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου είναι δικαστικής φύσεως, ο δε υπό κρίσιν δικαστής δικαιούται να ακουσθή και να υποστηρίξη την υπόθεσιν αυτού ενώπιον του συμβουλίου

(4) Η απόφασις του συμβουλίου, λαμβανομένη κατά πλειοψηφίαν,, είναι δεσμευτική δια τον Πρόεδρον και τον Αντιπρόεδρον της Δημοκρατίας, οίτινες προβαίνουσιν από κοινού εις τας δεούσας ενεργείας, συμφώνως προς την απόφασιν ταύτην.

9. Εν περιπτώσει προσωρινής απουσίας ή ανικανότητος του προέδρου ή του έλληνος ή του τούρκου δικαστού του Δικαστηρίου ή ο κατά διορισμόν αρχαιότερος εκ των δύο ελλήνων δικαστών ή ο τούρκος δικαστής αυτού, αντιστοίχως, αναπληρούσιν αυτούς κατά την διάρκειαν της τοιαύτης προσωρινής απουσίας ή ανικανότητος.

10. Αποκλείεται οιαδήποτε αγωγή κατά του προέδρου ή οιουδήποτε δικαστού του Δικαστηρίου, δια πάσαν γνώμην εκφρασθείσαν κατά την ενάσκησιν των δικαστών αυτού καθηκόντων.

11. Η αντιμισθία και οι λοιποί όροι υπηρεσίας του έλληνος και τούρκου δικαστού του Δικαστηρίου καθορίζονται δια νόμου.

12. Η αντιμισθία και οι λοιποί όροι υπηρεσίας οιουδήποτε δικαστού του Δικαστηρίου δεν δύνανται να μεταβληθώσι δυσμενώς δι’ αυτόν μετά τον διορισμόν αυτού.

’ρθρον 134
1. Πάσαι αι συνεδριάσεις του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου είναι δημόσιαι, το Δικαστήριον όμως δύναται να αποφασίση να συνεδριάση παρουσία μόνον των διαδίκων, αν υπάρχωσι τοιούτοι, και των υπαλλήλων του Δικαστηρίου, εάν θεωρή ότι τούτο επιβάλλει το συμφέρον της ομαλής διεξαγωγής της διαδικασίας ή η ασφάλεια της Δημοκρατίας ή τα δημόσια ήθη.

2. Εάν προσφυγή τις εμφανίζηται ως προδήλως αβάσιμος, το Δικαστήρον δύναται, μετ’ ακρόασιν των διαδίκων, να απορρίψη ταύτην δι’ ομοφώνως λαμβανομένης αποφάσεως, άνευ δημοσίας συζητήσεως, εάν πείθεται ότι η προσφυγή αυτή είναι προδήλως αβάσιμός.

’ρθρον 135
Το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον εκδίδει διαδικαστικόν κανονισμόν του δικαστηρίου, δι’ ού ρυθμίζει την ενώπιον αυτού ακολουθητέαν διαδικασίαν και την ενάσκησιν της εις αυτό υπό του Συντάγματος ανατιθειμένης δικαιοδοσίας, καθορίζει του τύπους των δικογράφων και τα δικαστικά τέλη και δαπανήματα της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας, την σύνθεσιν της γραμματείας αυτού, και ρυθμίζει τα δικαιώματα και καθήκοντα των υπαλλήλων αυτού.

’ρθρον 136
Το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον κέκτηται αποκλειστικήν δικαιοδοσίαν να αποφασίζη οριστικώς και αμετακλήτως επί πάντων των αντικειμένων, περί ών εν τοις επομένοις άρθροις.

’ρθρον 137
1. Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας, ενεργούντες ιδία εκάτερος ή από κοινού, δικαιούνται να προσφύγωσιν ενώπιον του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, κατά τους όρους του παρόντος άρθρου, επί τω λόγω ότι νόμος ή απόφασις της Βουλής των Αντιπροσώπων ή διάταξις τις αυτών ποιείται δυσμενή διάκρισιν εις βάρος μιας εκ των δύο κοινοτήτων.

2. Η κατά την πρώτην παράγραφον του παρόντος άρθρου προσφυγή δέον να ασκηθή εντός προθεσμίας εβδομήκοντα πέντε ημερών από της εκδόσεως του νόμου ή της αποφάσεως.

3. Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας, εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από της καταθέσεως της προσφυγής, δημοσιεύουσιν εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας ανακοίνωσιν περί της ασκήσεως της προσφυγής. Από της επομένης της εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας δημοσιεύσεως της τοιαύτης ανακοινώσεως αναστέλλεται η ισχύς του προσβληθέντος νόμου ή της αποφάσεως, μέχρις ού το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον αποφασίση επί της προσφυγής.

4. Επί τοιαύτης προσφυγής, το Δικαστήριον δύναται να επικυρώση ή ακυρώση τον προσβληθέντα νόμον ή απόφασιν ή οιανδήποτε διάταξιν αυτών, ή να αναπέμψη τούτον ενώπιον της Βουλής των Αντιπροσώπων προς επανεξάτασιν εν όλω ή εν μέρει. Εν περιπτώσει όμως ακυρώσεως του νόμου ή της αποφάσεως ή οιασδήποτε διατάξεως αυτών, η ακύρωσις αύτη επενεργεί από της κατά την πέμπτην παράγραφον του παρόντος άρθρου δημοσιεύσεως της αποφάσεως του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, μη θιγομένου ποσώς του κύρους οιασδήποτε πράξεως ή παραλείψεως γενομένης υπό το κράτος του νόμου ή της αποφάσεως ή διατάξεως τινός αυτών.

5. Πάσα απόφασις του Δικαστηρίου ανακοινούται αμέσως εις τον Πρόεδρον και τον Αντιπρόεδρον της Δημοκρατίας και εις τον Πρόεδρον και Αντιπρόεδρον της Βουλής των Αντιπροσώπων, του Προέδρου της Δημοκρατίας υποχρεουμένων να δημοσιεύσωσι ταύτην παραχρήμα εν τη επισήμω εφημεριδι της Δημοκρατίας.

’ρθρον 138
1. Εν ή περιπτώσει, κατά την υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων επιψήφισιν του προϋπολογισμού, ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας, ενεργούντες ιδία εκάτερος ή από κοινού, ανέπεμψαν προς αυτήν τούτον, επί τω λόγω ότι κατά την ιδίαν αυτών κρίσιν γίνεται εν αυτώ δυσμενής διάκρισις, η δε Βουλή των Αντιπροσώπων επέμεινεν επί της αποφάσεως αυτής, ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας δικαιούνται, ιδία εκάτερος ή από κοινού, αναλόγως της περιπτώσεως, να προσφύγωσιν επί τω ανωτέρω λόγω ενώπιον του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου.

2. Η προσφυγή αύτη ασκείται εντός της υπό του Συντάγματος οριζομένης προθεσμίας εκδόσεως των νόμων ή αποφάσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων.

3. Επί τοιαύτης προσφυγής, το Δικαστήριον δύναται να ακυρώση ή επικυρώση τον προϋπολογισμόν, ή να αναπέμψη τούτον εν όλω ή εν μέρει εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων.

4. Πάσα απόφασις του Δικαστηρίου ανακοινούται αμέσως εις τον Πρόεδρον της Δημοκρατίας και εις τον Πρόεδρον και Αντιπρόεδρον της Βουλής των Αντιπροσώπων, και δημοσιεύεται παραχρήμα εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας υπό του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας.

’ρθρον 139
1. Το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον κέκτηται αρμοδιότητα να αποφασίζη οριστικώς και αμετακλήτως επί πάσης προσφυγής αφορώσης σύγκρουσιν ή αμφισβήτησιν εξουσίας ή αρμοδιότητος, εγειρομένης μεταξύ της Βουλής των Αντιπροσώπων και των Κοινοτικών Συνελεύσεων ή εκατέρας αυτών, ως και μεταξύ των δικαστηρίων ή δικαστικών αρχών της Δημοκρατίας συγκρούσεων ή αμφισβητήσεων, αίτινες επιλύονται υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Ο όρος ‘δικαστήρια ή δικαστικαί αρχαί της Δημοκρατίας’ εν τη παρούσι παραγράφω, δεν περιλαμβάνει το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον.

2. Οσάκις αναφύεται ζήτημα αρμοδιότητος του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, τούτο, επί οιουδήποτε θέματος, επιλύει παν ζήτημα της αρμοδιότητός του.

3. Η κατά την πρώτην παράγραφον του παρόντος άρθρου προσφυγή ασκείται ενώπιον του Δικαστηρίου:

(α) υπό του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, ή

(β) υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων, ή

(γ) υπό εκατέρας ή αμφοτέρων των Κοινοτικών Συνελεύσεων, ή

(δ) υπό παντός άλλου οργάνου της Δημοκρατίας ή αρχής εν τη Δημοκρατία, εφ’ όσον άπαντες οι ανωτέρω είναι ενδιαφερόμενα εν τη συγκρούσει ή τη αμφισβητήσει μέρη.

4. H προσφυγή ασκείται εντός τρίακοντα ημερών, αφ’ ής η εν λόγω εξουσία ή αρμοδιότης αμφισβητείται.

5. Επί τοιαύτης προσφυγής, το Δικαστήριον δύναται να αποφανθή ότι το αντικείμενον της προσφυγής, νόμος ή απόφασις ή πράξις, είναι άκυρον και άνευ οιουδήποτε απολύτως νομικού αποτελέσματος, είτε αφ’ ού χρονικού σημείου η σύγκρουσις εγένετο ή η ανφισβήτησις ηγέρθη είτε εξ υπαρχής, είτε εν όλω είτε εν μέρει, επί τω λόγω ότι ο τοιούτος νόμος ή πράξις εγένετο ή η απόφασις ελήφθη άνευ εξουσίας ή αρμοδιότητος, και εν εκατέρα περιπτώσει το Δικαστήριον δύναται να αποφασίση όσον αφορά την ισχύν οιασδήποτε πράξεως ή παραλείψεως γενομένης δυνάμει του τοιούτου νόμου ή αποφάσεως ή πράξεως.

6. Η επί τοιαύτης προσφυγής εκδιδομένη απόφασις του Δικαστηρίου κοινοποιείτε αμέσως προς πάντα τα ενδιαφερόμενα μέρη, και προς τον Πρόεδρον και τον Αντιπρόεδρον της Δημοκρατίας, οίτινες οφείλουσι να δημοσιεύωσι ταύτην παραχρήμα εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας.

7. Ασκηθείσης τοιαύτης προσφυγής, το Δικαστήριον δύναται να διατάξη την αποστολήν του αντικειμένου της προσφυγής, νόμου ή αποφάσεως ως ή πράξεως, αναλόγως της περιπτώσεως, μέχρις ού αποφανθή το Δικαστήριον. Η τοιαύτη περί αναστολής απόφασις δημοσιεύεται παραχρήμα εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας.

’ρθρον 140
1. Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας από κοινού, προ της εκδόσεως νόμου ή αποφάσεως τινος της Βουλής των Αντιπροσώπων, δικαιούνται να αναφερθώσιν εις το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον, ίνα γνωματεύση τούτο κατά πόσον ο εν λόγω νόμος, απόφασις ή ωρισμένη διάταξις αυτών ευρίσκεται εις αντίθεσιν ή είναι ασύμφωνος πρός διάταξιν τινα του Συντάγματος δι’ οιονδήποτε άλλον λόγον, πλην της δυσμενούς εις βάρος εκατέρας κοινότητος διακρίσεως.

2. Το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον ερευνά το υπό την κρίσιν αυτού τεθέν, κατά την πρώτην παράγραφον του παρόντος άρθρου, ζήτημα και, αφ’ ού ακούση τας απόψεις του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων, εκδίδει την γνωμάτευσιν αυτού επί του τεθέντος αυτώ ζητήματος και κοινοποιεί ταύτην εις τον Πρόεδρον και τον Αντιπρόεδρον της Δημοκρατίας, ως και εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων.

3. Εις την περίπτωσιν το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον γνωματεύση ότι ο νόμος ή η απόφασις ή διάταξις τις αυτών ευρίσκεται εις αντίθεσιν ή ασυμφωνίαν προς διάταξιν τινα του Συντάγματος, ο νόμος ή η απόφασις δεν δύναται να εκδοθή υπό του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας.

’ρθρον 141
1. Ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας δύναται, προ της εκδόσεως νόμου επιβάλλοντος διατυπώσεις, όρους ή περιορισμούς του δια του άρθρου 25 ηγγυημένου δικαιώματος, ν’ αναφερθή εις το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον, ίνα γνωματεύση τούτο κατά πόσον αι διατυπώσεις, οι όροι ή οι ππεριορισμοί τίθενται ή όχι προς το δημόσιον συμφέρον ή είναι αντίθετοι προς τα συμφέροντα της κοινότητος αυτού.

2. Το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον ερευνά το υπό την κρίσιν αυτού τεθέν ζήτημα και, αφ’ ού ακούση τας απόψεις του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, αναλόγως της περιπτώσεως, ως και τας απόψεις της Βουλής των Αντιπροσώπων, εκδίδει την γνωμάτευσιν αυτού και κοινοποιεί ταύτην εις τον Πρόεδρον και τον Αντοπρόεδρον της Δημοκρατίας και εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων.

3. Εις ήν περίπτωσιν το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον γνωματεύση ότι οι εν λόγω όροι, περιορισμοί ή διατυπώσεις δεν ετέθησαν προς το μδημόσιον συμφέρον ή είναι αντίθετοι προς τα συμφέροντα της ενδιαφερομένης κοινότητος, ο ειρημένος νόμος ή ωρισμένη διάταξις αυτού, θεσπίζουσα όρους, περιορισμούς ή διατυπώσεις, δεν δύναται να εκδοθή υπό του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας.

’ρθρον 142
1. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εν σχέσει προς οιονδήπουε νόμον ή απόφασιν της ελληνικής Κοινοτικής Συνελεύσεως, και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας εν σχέσει προς οιονδήποτε νόμον ή απόφασιν της τουρκικής Κοινοτικής Συνελεύσεως, δύναται, προ της δημοσιεύσεως του νόμου ή της αποφάσεως αυτης, ν’ αναφερθώσιν εις το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήρον, ίνα τούτο γνωματεύση κατά πόσον ο εν λόγω νόμος ή η απόφασις ή ωρισμένη διάταξις αυτών ευρίσκεται εις αντίθεσιν ή ασυμφωνίαν πρός τινα διάταξιν του Συντάγματος.

2. Το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον ερευνά παν υπό την κρίσιν αυτού τεθέν, κατά την πρώτην παράγραφον του παρόντος άρθρου, ζήτημα και, αφ’ ού ακούση τας απόψεις του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, αναλόγως της περιπτώσεως, ως και τας απόψεις της ενδιαφερόμενης Κοινοτικής
Συνελεύσεως, εκδίδει την γνωμάτευσιν αυτού επί του τεθέντος αυτώ ζητήματος και κοινοποιεί ταύτην εις τον Πρόεδρον ή τον Αντιπρόεδρον της Δημοκρατίας, αναλόγως της περιπτώσεως, και εις την ενδιαφερομένην Κοινοτικήν Συνέλευσιν.

3. Εις ήν περίπτωσιν το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον γνωματεύση, ότι ο νόμος ή η απόφασις ή διάταξις τις αυτών ευρίσκεται εις αντίθεσιν ή ασυμφωνίαν προς διάταξιν τινα του Συντάγματος, ο νόμος ή η απόφασις ή ωρισμένη διάταξις αυτών δεν δύναται να δημοσιευθή υπό του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, αναλόγως της περιπτώσεως.

’ρθρον 143
1. Ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας,ή βουλευταί αντιπροσωπεύοντες τουλάχιστον το έν πέμπτον του συνολικού αριθμού των βουλευτών της νεοεκλεγόμενης Βουλής, δικαιούνται να προσφύγωσιν εις το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον, ίνα αποφανθή τούτο αν συντρέχωσι τοιαύται επείγουσαι και εξαιρετικαί απρόβλεπτοι περιστάσεις, δικαιολογούσαι την υπό της Βουλής, ήτις συνεχίζει μέχρις της ενάρξεως της περιόδου της νέας Βουλής, ψήφισιν νόμων ή λήψιν αποφάσεων κατά το άρθρον 68.

2. Η προσφυγή του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας δέον να ασκήται εντός της υπό του Συντάγματος οριζομένης προθεσμίας εκδόσεως των νόμων και αποφάσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων, η δε προσφυγή των ως άνω βουλευτών δέον να ασκήται εντός δέκα πέντε ημερών από της πρώτης συνεδριάσεως της νέας Βουλής.

3. Η απόφασις του Δικαστηρίου κοινοποιείται αμέσως εις τον Πρόεδρον και τον Αντιπρόεδρον της Δημοκρατίας και εις τον Πρόεδρον και τον Αντιπρόεδρον της Βουλής των Αντιπροσώπων, και δημοσιεύεται παραχρήμα εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας υπό του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας.

’ρθρον 144
1. Πας διάδικος δικαιούται, καθ’ οιονδήποτε στάδιον της διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένης και της κατ’ έφεσιν, να εγείρη ζήτημα αντισυνταγματικότητας νόμου ή αποφάσεως ή διατάξεως τινος αυτών ουσιώδους δια την διάγνωσιν της εκκρεμούς ενώπιον του δικαστηρίου υποθέσεως. Το δικαστήριον, ενώπιον του οποίου εγείρεται το ζήτημα, παραπέμπει παρευθύς τούτο ενώπιον του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, και αναστέλλει την πρόοδον της διαδικασίας, μέχρις ού αποφανθή επ’ αυτού το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον.

2. Μετ’ ακρόασιν των διαδίκων, το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήρον ερευνά το παραπεμθφέν αυτώ ζήτημα και αποφασίζει επ’ αυτού, διαβιβάζει δε την απόφασιν αυτού εις το δικαστήρον, όπερ είχε παραπέμψει το ζήτημα.

3. Η κατά την δευτέραν παράγραφον του παρόντος άρθρου απόφασις του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου δεσμεύει το παραπέμψαν το ζήτημα δικαστήριον και τους εν τη δίκη διαδίκους, εν ή δε διάταξις τις αυτών είναι αντισυνταγματική, επιφέρει την μή εφαρμογήν μόνον εν τη εκκρεμεί ταύτη δίκη του νόμου τούτου ή της αποφάσεως ή της σχετικής διατάξεως αυτών.




’ρθρον 145
Το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον κέκτηται αποκλειστικήν δικαιοδοσίαν να αποφασίζη οριστικώς και αμετακλέιτως επί πάσης εκλογικής ενστάσεως, ασκούμενης κατά τον εκλογικόν νόμον, αναφερομένης δε εις την εκλογήν του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας ή των βουλευτών ή των μελών των Κοινοτικών Συνελεύσεων.

’ρθρον 146
1. Το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον κέκτηται αποκλειστικήν δικαιοδοσίαν να αποφασίζη οριστικώς και αμετακλήτως επί πάσης προσφυγής, υποβαλλόμενης κατ’ αποφάσεως, πράξεως ή παραλείψεως οιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου, ασκούντων εκτελεστικήν ή διοικητικήν λειτουργίαν, επί τω λόγω ότι αύτη είναι αντίθετος προς τας διατάξεις του Συντάγματος ή τον νόμον ή εγένετο καθ’ υπέρβασιν ή κατάχρησιν της εξουσίας της εμπεπιστευμένης εις το όργανον ή την αρχήν ή το πρόσωπον τούτο.

2. Η προσφυγή ασκείται υπό παντός προσώπου, του οποίου προσεβλήθη ευθέως, δια της αποφάσεως, της πράξεως ή της παραλείψεως, ίδιον ενεστώς έννομον συμφέρον, όπερ κέκτηται τούτο είτε ως άτομον είτε ως μέλος κοινότητος τινός.

3. Η προσφυγή ασκείται εντός εβδομήκοντα πέντε ημερών από της ημέρας της δημοσιεύσεως της αποφάσεως ή της πράξεως ή, εν περιπτώσει μη δημοσιεύσεως ή εν περιπτώσει παραλείψεως, από της ημέρας καθ’ ήν η πράξις ή παράλειψις περιήλθεν εις γνώσιν του προσφεύγοντος.

4. Επί τοιαύτης προσφυγής, το δικαστήριον δύναται, δια της αποφάσεως αυτού:

(α) να επικυρώση, εν όλω ή εν μέρει, την τοιαύτην απόφασιν ή πράξιν ή παράλειψιν ή

(β) να κυρύξη την απόφασιν ή την πράξιν, εν όλω ή εν μέρει, άκυρον και εστερημένην οιουδήποτε αποτελέσματος ή

(γ) να κυρήξη την παράλειψιν εν όλω ή εν μέρει άκυρον, και ό,τι παν το παραλειφθέν έδει να είχεν εκτελεσθή.

5. Η κατά την τετάρτην παράγραφον του παρόντος άρθρου απόφασις δεσμεύει παν δικαστήριον, όργανον ή αρχήν εν τη Δημοκρατία, και τα περί ών πρόκειται όργανα, αρχαί ή πρόσωπα υποχρεούνται εις ενεργόν συμμόρφωσιν προς ταύτην.

6. Παν πρόσωπων, ζημιωθέν εξ αποφάσεως ή πράξεως ή παραλείψεως κηρυχθείσης ακύρου κατά την τετάρτην παράγραφον του παρόντος άρθρου, δικαιούται, εφ’ όσον η αξίωσις αυτού δεν ικανοποιηθή υπό του περί ού πρόκειται οργάνου, αρχής ή προσώπου, να επιδιώξη δικαστικώς αποζημίωσιν ή άλλην θεραπείαν, επί τω τέλει όπως επιδικασθή εις τούτο δικαία και εύλογος αποζημίωσις, καθοριζομένη υπό του δικαστηρίου, ή παρασχεθή εις τούτο άλλη δικαία και εύλογος θεραπεία, ήν το δικαστήρον έχει την εξουσίαν να παράσχη.

’ρθρον 147
Το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον κέκτηται αποκλειστικήν δικαιοδοσίαν να αποφαίνηται οριστικώς και αμετακλείτως, τη αιτήσει του γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας, και του βοηθού γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας, συμφώνως τη τρίτη παραγράφω του άρθρου 44, επί της υπάρξεως μονίμου ή προσωρινής ανικανότητος ή μη προσωρινής απουσίας του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, κωλυούσης την ενεργόν εκπλήρωσιν των καθηκόντων αυτού, ως προβλέπεται εν εδαφίω (δ) της πρώτης παραγράφου του άρθρου 44.

’ρθρον 148
Τηρουμένων των διατάξεων της τρίτης παραγράφου 144, πάσα απόφασις του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαδτηρίου, επί οιουδήποτε ζητήματος εμπίπτοντος εις την δικαιοδοσίαν ή την αρμοδιότητα αυτού, δεσμεύει παν δικαστήριον, όργανον, αρχήν ή πρόσωπων εν τη Δημοκρατία.

’ρθρον 149
Το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον κέκτηται αποκλειστικήν δικαιοδοσίαν:

(α) επιλύσεως οιασδήποτε αντιφάσεως των δύο κειμένων του Συντάγματος, δι’ αναφοράς εις το κείμενον του σχεδίου Συντάγματος, το υπογραφέν εν τη Μικτή Συνταγματική Επιτροπή εν Λευκωσία την 6ην Απριλίου 1960, ως και των εν τω παραρτήματι τροποποιήσεων αυτού, το υπογραφέν την 6ην Ιουλίου 1960, υπό αντιπροσώπων του Βασιλείου της Ελλάδος, της Τουρκικής Δημοκρατίας και της Ελληνικής και Τουρκικής κοινότητος, λαμβανομένου υπ’ όψιν και του κειμένου των συμφωνιών Ζυρίχης της 11ης Φεβρουαρίου 1959 και Λονδίνου της 19ης Φεβρουαρίου 1959, κατά τε το γράμμα και το πνεύμα αυτών, και

(β) ερμηνείας του παρόντος Συντάγματος εν περιπτώσει ασαφείας, λαμβανομένου υπ’ όψιν και του κειμένου των συμφωνιών Ζυρίχης της 11ης Φεβρουαρίου, 1959, κατά τε το γράμμα και το πνεύμα αυτών.

’ρθρον 150
Το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον κέκτηται δικαιοδοσίαν να επιβάλλη ποινάς ένεκεν περιφρονήσεως του Δικαστηρίου τούτου.

’ρθρον 151
1. Παρά τας προηγουμένας διατάξεις του παρόντος μέρους, το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον κέκτηται αποκλειστικήν αρμοδιότητα να αποφασίζη οριστικώς και αμετακλείτως επί αναφοράς της επιτροπής δημοσίας υπηρεσίας, συμφώνως τω εδαφίω (β) της τρίτης παραγράφου του άρθρου 125.

2. Η κατά το παρόν άρθρον αρμοδιότης του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου δεν αποκλείει την κατά το άρθρον 146 άσκησιν προσφυγής, στρεφομένης κατ’ αποφάσεως, πράξεως ή παραλείψεως της επιτροπής δημοσίας υπηρεσίας

Μέρος X. Περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου και των υπό Τούτο Τεταγμένων Δικαστηρίων



’ρθρον 152
1. Η δικαστική εξουσία, εξαιρουμένης της ασκούμενης, κατά το ένατον μέρος, υπό του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και, κατά την δευτέραν παράγραφον του παρόντος άρθρου, υπό των δικαστηρίων των προβλεπομένων υπό κοινοτικού νόμου, ασκείται υπό Ανωτάτου Δικαστηρίου και υπό κατωτέρων δικαστηρίων, τα οποία θα ιδρυθώσι δια νόμου, τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος.

2. Η δικαστική εξουσία επί αστικών διαφορών, αφορωσών εις τον προσωπικόν θεσμόν και θρησκευτικά ζητήματα, άτινα υπάγονται, κατά το άρθρον 87, εις τας Κοινοτικάς Συνελεύσεις, ασκείται υπό των δικαστηρίων, περί ών θέλει προβλέψει κοινοτικός νόμος κατά τας διατάξεις του Συντάγματος.

’ρθρον 153
1. (1) Καθιδρύεται Ανώτατον Δικαστήριον, συγκείμενον εκ δύο ελλήνων δικαστών, ενός τούρκου και ενός ουδέτερου δικαστού. Πρόεδρος του Δικαστηρίου είναι ο ουδέτερος, οσάκις θα διαθέτη δύο ψήφους.

(2) Ο πρόεδρος και οι λοιποί δικασταί του Ανωτάτου Δικαστηρίου διορίζονται από κοινού υπό του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας.

Εν περιπτώσει κενώσεως μιας μόνης θέσεως έλληνος τινος ή τούρκου δικαστού, υπερισχύει η πρότασις του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, εις την κποινότητα του οποίου ανήκει ο διορισθησόμενος δικαστής, εάν ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας δεν συμφωνήσουν επί του διορισμού τούτου εντός μιας εβδομάδος από της προτάσεως ταύτης.

2. Έδρα του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι η πρωτεύουσα της Δημοκρατίας.

3. Ο ουδέτερος δικαστής δεν δύναται να είναι υπήκοος ή πολίτης της Δημοκρατίας ή του Βασιλείου της Ελλάδος ή της Τουρκικής Δημοκρατίας ή του Ηνωμένου Βασιλείου και των αποικιών αυτού.

4. Οι έλληνες δικασταί και ο τούρκος δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου δέον να είναι πολίται της Δημοκρατίας.

5. Ο πρόεδρος και οι λοιποί δικασταί του Ανωτάτου Δικαστηρίου διορίζονται επιλεγόμενοι μεταξύ νομομαθών ανωτάτου επαγγελματικού και ηθικού επιπέδου.

6. (1) Ο πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου διορίζεται δια χρονικήν περίοδον έξ ετών.

(2) Οι όροι υπηρεσίας του προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι αναφερόμενοι εν τω εγγράφω του διορισμού αυτού κατά το εδάφιον (β) της παρούσης παραγράφου, δέον να περιλαμβάνωσι:

(α) όρον περί αποχωρήσεως αυτού εκ της υπηρεσίας διά τους αυτούς λόγους, δι’ ούς αποχωρεί έλλην ή ο τούρκος δικαστής, κατά το εδάφιον (γ) της εβδόμης παραγράφου του παρόντος άρθρου, και

(β) όρον περί απολύσεως αυτού δια τον αυτόν λόγον, δι’ όν δύναται να απολυθή έλλην ο τούρκος δικαστής, κατά το εδάφιον (δ) της εβδόμης παραγράφου του παρόντος άρθρου.

7. (1) Οι έλληνες δικασταί ή ο τούρκος δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι μόνιμα μέλη της δικαστικής υπηρεσίας της Δημοκρατίας, και παραμένουσιν εν τη υπηρεσία μέχρις του εξηκοστού ογδόου έτους συμπεριλαμβανομένου.

(2) Οι έλληνες δικασταί ή ο τούρκος δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου δύναται να υποβάλωσι ιδιογράφως την παραίτησιν αυτών προς τον Πρόεδρον και τον Αντιπρόεδρον της Δημοκρατίας, διατηρουμένων των δικαιωμάτων αυτών επί οιουδήποτε επί τη αποχωρήσει αυτών χορηγουμένου επιδόματος, συντάξεως, προσθέτου χορηγήματος ή άλλου παρομοίου ωφελήματος, το οποίον τυχόν απέκτησαν βάσει οιουδήποτε νόμου.

(3) Οι έλληνες ή ο τούρκος δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποχωρούσιν εκ της υπηρεσίας λόγω πνευματικής ή σωματικής ανικανότητος ή αναπηρίας, καθιστώσης αυτούς ανίκανους να εκπληρώσωσι τα καθήκοντα αυτών είτε μονίμως, είτε επί τοσούτον χρόνον, ώστε να καθίσταται ανέφικτος ή συνέχισις της υπηρεσίας αυτών. Ο ούτως αποχωρών δικαστής δικαιούται πάντων των ωφελειμάτων και αμοιβών, των προβλεπομένων υπό του κατά τον χρόνον της αποχωρήσεως αυτού ισχύοντος νόμου.

(4) Έλλην ή ο τούρκος δικαστής του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου απολύεται λόγω αναρμόστου συμπεριφοράς.

8. (1) Καθιδρύεται συμβούλιον, συγκείμενον εκ του προέδρου του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, ως πρόεδρος, και του έλληνος και του τούρκου δικαστού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ως μελών.

(2) Το συμβούλιον τούτο κέκτηται αποκλειστικήν αρμοδιότητα να αποφασίζη επί παντός θέματος αναφερομένου:

(α) εις την αποχώρησιν, την απόλυσιν ή τον καθ’ οιονδήποτε άλλον τρόπον τερματισμόν του διορισμού του προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου, συμφώνως προς τους όρους υπηρεσίας, τους περιλαμβανομένους εν τω εγγράφω του διορισμού αυτού,

(β) εις την αποχώρησιν ή την απόλυσιν των ελλήνων δικαστών ή του τούρκου δικαστού του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δια τους εν εδαφίοις (3) και (4) της εβδόμης παραγράφου του παρόντος άρθρου προβλεπομένους λόγους.

(3) Η κατά το εδάφιον (2) της παρούσης παραγράφου διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου είναι δικαστής φύσεως, ο δε υπό κρίσιν δικαστής δικαιούται να ακουσθή και να υποστηρίξη την υπόθεσιν αυτού ενώπιον του συμβουλίου.

(4) Η απόφασις του συμβουλίου, λαμβανομένη κατά πλειοψηφίαν, είναι δεσμευτική δια τον Πρόεδρον και τον Αντιπρόεδρον της Δημοκρατίας, οίτινες προβαίνουσιν από κοινού εις τας δεούσας ενεργείας συμφώνως προς την απόφασιν ταύτην.

9. Εν περιπτώσει προσωρινής απουσίας ή ανικανότητος του προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίων ή τινός εκ των ελλήνων δικαστών ή του τούρκου δικαστού αυτού, ο πρόεδρος του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ή ο έλλην δικαστής ή ο τούρκος δικαστής αυτού, αντιστοίχως , αναπληρούσιν αυτούς κατά την διάρκειαν της τοιαύτης προσωρινής απουσίας, ή ανικανότητος. Εν ή περιπτώσει, όμως, είναι ανέφικτος ή δυσχερής η υπό του έλληνος ή του τούρκου δικαστού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου αναπλήρωσις, ο εν ενεργεία ανώτερος κατά βαθμόν έλλην ή τούρκος δικαστικής υπηρεσίας της Δημοκρατίας, αντιστοίχως, αναπληροί αυτόν

10. Αποκλείεται οιαδήποτε αγωγή κατά του προέδρου ή οιουδήποτε δικαστού του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δια πάσαν πράξιν γενομένην ή πάσαν γνώμην εκφρασθείσαν κατά την ενάσκησιν των δικαστικών αυτού καθηκόντων.

11. Η αντιμισθία και οι λοιποί όροι υπηρεσίας των ελλήνων δικαστών και του τούρκου δικαστού του Ανωτάτου Δικαστηρίου καθορίζονται δια νόμου.

12. Η αντιμισθία και οι λοιποί όροι υπηρεσίας οιουδήποτε δικαστού του Ανώτατου Δικαστηρίου δεν δύναται να μεταβληθώσι δυσμενώς δι’ αυτόν μετά τον διορισμόν αυτού.

’ρθρον 154
Αι συνεδριάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι δημόσιαι, το Δικαστήριον, όμως, δύναται να αποφασίση να συνεδριάση παρουσία μόνον των διαδίκων, αν υπάρχωσι τοιούτοι, και των υπαλλήλων του Δικαστηρίου, εάν θεωρή ότι τούτο επιβάλλει το συμφέρον της ομαλής διεξαγωγής της διαδικασίας ή η ασφάλεια της Δημοκρατίας ή τα δημόσια ήθη.

’ρθρον 155
1. Το Ανώτατον Δικαστήρον είναι το ανώτατον δευτεροβάθμιον δικαστήριον εν τη Δημοκρατία και κέκτηται δικαιοδοσίαν να κρίνη και αποφασίζη, κατά τας διατάξεις του Συντάγματος και τον δυνάμει τούτου συντασσόμενον διαδικαστικόν κανονισμόν, επί πάσης εφέσεως κατ’ αποφάσεως οιουδήποτε άλλου δικαστηρίου, πλην του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου.

2. Τηρουμένης της τρίτης και της τετάρτης παραγράφου του παρόντος άρθρου, το Ανώτατον Δικαστήριον ασκεί δικαιοδοσίαν εις πρώτον και εις δεύτερον βαθμόν, καθ’ ά ορίζεται εν τω Συντάγματι ή θέλει ορισθή υπό νόμου. Εις άς περιπτώσεις, όμως, απονέμεται εις το Ανώτατον Δικαστήριον δικαιοδοσία πρώτου βαθμού, η δικαιοδοσία αύτη θα ασκήται, τηρουμένης της διατάξεως του άρθρου 159, υπό δικαστού ή δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου ούς θέλει τούτο ορίσει. Παρέχεται, όμως, το δικαίωμα εφέσεως ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά των ως ανωτέρω εκδιδομένων αποφάσεων.

3. Το Ανώτατον Δικαστήριον, κατ’ αποκλεισμόν παντός άλλου δικαστηρίου, καθορίζει την σύνθεσιν του δικαστηρίου όπερ κρίνει πάσαν αστικήν υπόθεσιν, εις ήν ενάγων και εναγόμενος ανήκουσιν εις διαφορετικάς κοινότητας, και του δικαστηρίου όπερ κρίνει πάσαν ποινικήν υπόθεσιν, εις ήν κατηγορούμενος και βλαβέν πρόσωπων ανήκουσιν εις διαφόρους κοινότητος. Το δικαστήριον τούτο θα απαρτίζηται εκ δικαστών ανηκόντων εις αμφοτέρας, την ελληνικήν και την τουρκικήν, κοινότητας.

4. Το Ανώτατον Δικαστήριον έχει αποκλειστικήν δικαιοδοσίαν να εκδίδη εντάλματα της φύσεως του habeas corpus, mandamus, prohibition, quo warranto και certiorari.

’ρθρον 156
Τα κατωτέρω αδικήματα εκδικάζονται, κατά πρώτον βαθμόν , υπό δικαστηρίου προεδρευομένου υπό του προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου και συντεθειμένου εκ δικαστών ανηκόντων εις αμφοτέρας τας κοινότητας, ως θέλει ορίση το Ανώτατον Δικαστήριον:

(α) εσχάτη προδοσία και άλλα αδικήματα κατά της ασφαλείας της Δημοκρατίας,

(β) αδικήματα κατά του Συντάγματος και της συνταγματικής τάξεως.

Η έφεσις κατά των εκδιδομένων κατά τα ανωτέρω αποφάσεων εκδικάζεται υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου, προεδρευομέμου όμως, αντί υπό του προέδρου του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, ασκούντος εν τοιαύτη περιπτώσει πάσαν εξουσίαν ανήκουσαν εις τον πρόεδρον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

’ρθρον 157
1. Επιφυλασσομένων των περί του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου διατάξεων του Συντάγματος, το Ανώτατον Δικαστήριον αποτελεί το Ανώτατον Δικαστικόν Συμβούλιον, ο δε πρόεδρος αυτού έχει δύο ψήφους.

2. Εις την αποκλειστικήν αρμοδιότητα του Ανωτάτου Δικαστικόυ Συμβουλίου υπάγονται ο διορισμός, η προαγωγή, η μετάθεσις, ο τερματισμός της υπηρεσίας και η απόλυσις των δικαστών, ως και η πειθαρχική εξουσία επί τούτων.

3. Ουδενός δικαστού αποφασίζεται η αποχώρησις ή η απόλυσις, ειμή υφ’ ούς όρους και καθ’ όν τρόπον προβλέπεται εν τω Συντάγματι δια τους δικαστάς του Ανωτάτου Δικαστηρίου

’ρθρον 158
1. Τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος, νόμος θέλει ορίση περί της ιδρύσεως, της δικαιοδοσίας και των εξουσιών των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων, πλην των δικαστηρίων περί ών θέλει ορίση, κατά το άρθρον 160, κοινοτικός νόμος.

2. Πας τοιούτος νόμος θέλει προβλέψη δια την ίδρυσιν αποχρώντων δικαστηρίων εις επαρκή αριθμόν, δια την πρόσφορον και άνευ καθυστερήσεων απονομήν της δικαιοσύνης και δια την διασφάλισιν, εντός των ορίων της δικαιοδοσίας αυτών, της πιστής εφαρμογής των διασφαλιζουσών τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίας διατάξεων του Συντάγματος.

3. Νόμος θέλει προβλέψη περί της αντιμισθίας και των άλλων όρων υπηρεσίας των δικαστών των κάτά την πρώτην παράγραφον του παρόντος άρθρου ιδρυθησομένων δικαστηρίων. Η αντιμισθία και οι λοιποί όροι υπηρεσίας οιουδήποτε δικαστού δεν δύνανται να μεταβληθώσι δυσμενώς δι’ αυτόν μετά τον διορισμόν αυτού.

’ρθρον 159
1. Οσάκις, έν τινι υποθέσει, ο ενάγων και ο εναγόμενος ανήκουσιν εις την αυτήν κοινότητα, το επί της υποθέσεως ταύτης ασκούν πολιτικής φύσεως διακιοδοσίαν δικαστηρίον απαρτίζεται εκ δικαστού ή δικαστών ανηκόντων εις την κοινότητα ταύτην.

2. Οσάκις, έ τινι υποθέσει, ο κατηγορούμενος και το βλαβέν πρόσωπων ανήκουσιν εις την αυτήν κοινότητα, ή οσάκις δεν υφίσταται βλαβέν πρόσωπων, απαρτίζεται το επί της υποθέσεως ταύτης ασκούν ποινικής φύσεως δικαιοδοσίαν δικαστήριον εκ δικαστού ή δικαστών ανηκόντων εις την κοινότητα ταύτην.

3. Οσάκις, έν τινι αστική υποθέσει, ο ενάγων και ο εναγόμενος ανήκουσιν εις διαφόρους κοινότητας, το δικαστήριον απαρτίζεται εκ δικαστών ανηκόντων εις αμφοτέρας τας κοινότητας, ως θέλει ορίση του Ανώτατον Δικαστήριον.

4. Οσάκις, έν τινι ποινική υποθέσει, ο κατηγορούμενος και το βλαβέν πρόσωπον ανήκουσιν εις διαφορετικάς κοινότητας, το δικαστήριον απαρτίζεται εκ δικαστών ανηκόντων εις αμφοτέρας τας κοινότητας, ως θέλει ορίση το Ανώτατον Δικαστήριον.

5. Επί θανατικής ανακρίσεως, εάν μεν ο αποθανών ανήκεν εις την ελληνικήν κοινότητα, η ανάκρισις διεξάγεται υπό έλληνος θανατικού ανακριτού, εάν δε ο αποθανών ανήκεν εις την τουρκικήν κοινότητα, η ανάκρισις διεξάγεται υπό τούρκου θανατικού ανακριτού. Οσάκις οι αποθανόντες είναι πλειόντες του ενός και ανήκουσιν εις διαφόρους κοινότητας, η ανάκρισις διεξάγεται υπό θανατικού ανακριτού οριζομένου υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

6. Η εκτέλεσις πάσης αποφάσεως ή διαταγής δικαστηρίου ασκούντος αστικήν ή ποινικήν δικαιοδοσίαν ενεργείται υπό ελλήνων δικαστών υπαλλήλων, εάν το εκδόν ταύτην δικαστήριον απαρτίζεται εξ ελλήνος ή ελλήνων δικαστών, υπό τούρκων δε δικαστικών υπαλλλήλων, εάν το εκδόν ταύτην δικαστήριον απαρτίζεται εκ τούρκου ή τούρκων δικαστών, εις πάσαν δε άλλην περίπτωσιν η εκτέλεσις ενεργείται υπό δικαστικών υπαλλήλων, του οποίους ορίζει το εκδόν την απόφασιν δικαστήριον.

’ρθρον 160
1. Τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος, κοινοτικός νόμος, ψηφιζόμενος υπό Κοινοτικής Συνελεύσεως, θέλει προβλέψη περί της ιδρύσεως, της συνθέσεως και της δικαιοδοσίας δικαστηρίων, άτινα θα δικάζωσι τας αστικάς διαφοράς τας αφορώσας εις τον προσωπικόν θεσμόν και εις θρησκευτικά ζητήματα, τα οποία υπάγονται, κατά τας διατάξεις του Συντάγματος, εις την αρμοδιότητα των Κοινοτικών Συνελεύσεων.

2. Τοιούτος νόμος θέλει προβλέψη περί της εφέσεως κατά των αποφάσεων των δικαστηρίων, των δικαζόντων και αποφασιζόντων επί των εφέσεων τούτων, ως και περί της δικαιοδοσίας και της εξουσίας των δευτεροβαθμίων τούτων δικαστηρίων. Κοινοτικός νόμος, συμφώνως ταις διατάξεσι της παρούσης παραγράφου, δύναται να ορίση, ότι το δευτεροβάθμιον δικαστήριον δύναται να απαρτίζεται εξ ενός ή πλειόνων δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, συνεδριαζόντων μόνων ή μετ’ άλλου ή άλλων δικαστών της δικαστικής υπηρεσίας της Δημοκρατίας, ως ο νόμος θέλει ορίση.

3. Εν τη ενασκήσει της δικαιοδοσίας αυτών, τα ανωτέρω δικαστήρια εφαρμόζουσι τους υπέρ της οικείας Κοινοτικής Συνελεύσεως ψηφιζομένους νόμους αι διατάξεις, όμως, της παραγράφου ταύτης δεν αποκλείουσι το δικαίωμα δικαστηρίου της Δημοκρατίας να εφαρμόση τον σχετικόν κοινοτικόν νόμον επί υποθέσεως, καθ’ ήν παρεμπιπτόντως εγείρεται ζήτημα προσωπικού θεσμού ή θρησκευτικόν ζήτημα.

’ρθρον 161
Τηρουμένων των διατάξεων της τρίτης παραγράφου του άρθρου 160, τα δικαστήρια της Δημοκρατίας έχουσιν εξουσίαν να εφαρμόζωσι και τους οικείους κοινοτικούς νόμους, πλην των περί προσωπικού θεσμού και των θρησκευτικών θεμάτων νόμων.

’ρθρον 162
Το Ανώτατον Δικαστήριον κέκτηται δικαιοδοσίαν να επιβάλλη ποινάς ένεκεν περιφρονήσεως του Δικαστηρίου τούτου, και παν έτερον δικαστήριον της Δημοκρατίας, περολαμβανομένων και των κατά το άρθρον 160 ιδρυομένων υπό κοινοτικού νόμου τοιούτων, έχει εξουσίαν να διατάσση την φυλάκισιν οιουδήποτε προσώπου μη υπακούοντος εις απόφασιν ή διαταγήν αυτού μέχρι της συμμορφώσεως αυτού προς την αποφάσισαν ή διαταγή ταύτην, εν πάση όμως περιπτώσει, η φυλάκισης δεν δύναται να υπερβεί τους δώδεκα μήνας.

Παρά τας διατάξεις του άρθρου 90, νόμος ή κοινοτικός νόμος, αναλόγως της περιπτώσεως, δύναται να χορηγήση δικαιοδοσίαν επιβολής ποινής δια περιφρόνησιν του δικαστηρίου.

’ρθρον 163
1. Το Ανώτατον Δικαστήριον εκδίδει διαδικαστικόν κανονισμόν επί σκοπώ ρυθμίσεως της διαδικασίας ενώπιον αυτού, ως και ενώπιον παντός άλλου δικαστηρίου ιδρυόμενου δυνάμει των διατάξεων του παρόντος μέρους του Συντάγματος, πλην των εν άρθρω 160 προβλεπομένων.

2. Μη θιγομένης της γενικής διατάξεως της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου, το Ανώτατον Δικαστήριον δύναται να εκδίδη διαδικαστικόν κανονισμόν δια τους κατωτέρω αναφερομένους σκοπούς:

(α) την ρύθμισιν των συνεδριάσεων των δικαστηρίων και την δι’ οιονδήποτε σκοπόν επιλογήν δικαστών,

(β) την συνοπτικήν εκδίκασιν οιασδήποτε εφέσεως, ήτις θεωρείται υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου αύτη είναι εκκρεμής, ως προδήλως αβάσιμος ή προπετής ή ως ασκηθείσα προς τον σκοπόν παρελκύσεως της απονομής της δικαιοσύνης, ωσαύτως δε την συνοπτικήν διεξαγωγήν πάσης ετέρας διαδικασίας ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου ή ετέρου δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί ένδικον μέσον προδήλως αβάσιμον ή προπετές ή ασκηθέν προς τον σκοπόν παρελκύσεως της απονομής της δικαιοσύνης,

(γ) τον καθορισμόν των τύπων των δικογράφων και των δικαστικών τελών και δαπανημάτων της ενώπιον των δικαστηρίων διαδικασίας,

(δ) τον καθορισμόν και την ρύθμισιν της συνθέσεως της γραμματείας των δικαστηρίων και των εξουσιών και καθηκόντων των δικαστικών υπαλλήλων,

(ε) τον καθορισμόν των προθεσμιών, εντός των οποίων αξιούται συμμόρφωσις προς τας διατάξεις του διαδικαστικού κανονισμού,

(στ) τον καθορισμόν της διαδικασίας, ήτις δέον να τηρήται ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου κατά την ενάσκησιν της πειθαρχικής αρμοδιότητος αυτού επί των δικαστικών λειτουργών.

3. Ο κατά το παρόν άρθρον διαδικαστικός κανονισμός δύναται να ορίση τον αριθμόν των δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οίτινες θα δικάζωσι συγκεκριμένον θέμα. Εν τη ενασκήσει, όμως, της δυνάμει του Συντάγματος αναγνωριζομένης εις το Ανώτατον Δικαστήριον δικαιοδοσίας ουδεμία υπόθεσις δύναται να κριθή, ειμή συμφώνως ταις διατάξεσι του άρθρου 159, εν τη εκδικάσει δε οιασδήποτε εφέσεως, συμπεριλαμβανομένης και τοιαύτης συμφώνως τω άρθρω 156, το Ανώτατον Δικαστήριον δέον να απαρτίζηται εκ πάντων των μελών αυτού, τηρουμένων των διατάξεων της δευτέρας παραγράφου του άρθρου 160.

’ρθρον 164
1. Τα κατά την δευτέραν παράγραφον του άρθρου 160 συνιστώμενα δευτεροβάθμια δικαστήρια εκδίδουσι διαδικαστικόν κανονισμόν επί σκοπώ ρυθμίσεως της ενώπιον αυτών διαδικασίας, ως και της διαδικασίας ενώπιον των δικαστηρίων, ών αι αποφάσεις εκκαλούνται ενώπιον αυτών.

2. Μη θιγομένης της γενικής διατάξεως της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου, τα ανωτέρω δευτεροβάθμια δικαστήρια δύνανται ιδία να εκδίδωσι, δι’ εαυτά ή δια τα δικαστήρια ών αι αποφάσεις εκκαλούνται ενώπιον αυτών, διαδικαστικόν κανονισμόν δια τους κατωτέρω αναφερομένους σκοπούς:

(α) την ρύθμισιν των συνεδριάσεων των δικαστηρίων τούτων,

(β) τον καθορισμόν των τύπων των δικογράφων και των δικαστικών τελών και δαπανημάτων της ενωπίον αυτών διαδικασίας,

(γ) τον καθορισμόν και την ρύθμισιν της συνθέσεως της γραμματείας των δικαστηρίων τούτων και των εξουσιών και καθηκόντων των δικαστικών υπαλλήλων, και

(δ) τον καθορισμόν των προθεσμιών, εντός των οποίων αξιούται συμμόρφωσις προς τας διατάξεις του κανονισμού του δικαστηρίου.

Μέρος XI. Δημοσιονομικαί Διατάξεις



’ρθρον 165

1. Παν έσοδον και παν χρηματικόν ποσόν καθ’ οιονδήποτε τρόπον συλλεγόμενον ή εισπραττόμενον υπό της Δημοκρατίας κατατίθεται, τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος και των νόμων, εις λογαριασμόν του Δημοσίου καλούμενον ‘λογαριασμός παγίου ταμείου της Δημοκρατίας’.

2. Παν έσοδον και παν χρηματικόν ποσόν καθ’ οιονδήποτε τρόπον συλλεγόμενον ή εισπραττόμενον υπό εκατέρας Κοινοτικής Συνελεύσεως κατατίθεται, τηρουμένων των κοινοτικών νόμων, εις λογαριασμόν καλουμένον ‘λογαριασμός παγίου ταμείου Κοινοτικής Συνελεύσεως’.

3. Πάσα εν τω Συντάγματι μνεία του όρου ‘λογαριασμός παγίου ταμείου’ δέον να ερηνεύηται ως αναφερομένη εις τον λογαριασμόν παγίου ταμείου της Δημοκρατίας, περί ού η πρώτη παράγραφος του παρόντος άρθρου, εκτός εάν ο όρος χρησιμοποιείται εν τοιαύτη αλληλουχία. ώστε να προκύπτη άλλο τι.

’ρθρον 166
1. Επιπροσθέτως των χορηγημάτων, αντιμισθιών και άλλων χρηματικών ποσών, ών η χρέωσις ρυθμίζεται υπό οιασδήποτε ετέρας διατάξεως του Συντάγματος ή νόμου, ο λογαριασμός παγίου ταμείου χρεούται διά των κάτωθι δαπανών:

(α) πάσης συντάξεως και παντός χορηγήματος, δια την καταβολήν των οποίων είναι υπόχρεως η Δημοκρατία,

(β) των χορηγιών του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας και της αντιμισθίας των δικαστών του Ανωτάτου Συνταγματικού Διακστηρίου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου, του γενικού εισαγγελέως και του βοηθού γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας, του γενικού ελεγκτού και του βοηθού γενικού ελεγκτού, του διοικητού και του υποδιοικητού της Εκδοτικής Τραπέζης της Δημοκρατίας και των μελών της επιτροπής δημοσίας υπηρεσίας,

(γ) πάσης οφειλής εκ χρεών, δι’ ά είναι υπόχρεως η Δημοκρατία, και

(δ) παντός χρηματικού ποσού καταβλητέου εις εκτέλεσιν δικαστικής αποφάσεως ή διαταγής, εκδοθείσης κατά της Δημοκρατίας υπό οιουδήποτε δικαστηρίου.

2. Εν τω παρόντι άρθρω, ο όρος ‘οφειλαί εκ χρεών’ περιλαβάνει τόκους, κρατήσεις προς δημιουργίαν εξοφλητικού αποθέματος, την εξόφλησιν των χρεωλυσίων του δημοσίου χρέους και απάσας τας δαπάνας τας σχετικάς προς την σύναψιν δανείων τη εγγυήσει του λογαριασμού παγίου ταμείου, ως και την εξυπηρέτησιν και εξόφλησιν του εκ της συνάψεως του δανείου δημιουργουμένου χρέους.

’ρθρον 167
1. Ο υπουργός των οικομομικών, ευθύς ως λάβη τας προβλέψεις εκάστου υπουργείου και εκάστης ανεξαρτήτου υπηρεσίας της Δημοκρατίας, μεριμνά δια την σύνταξιν, εν σχέσει προς έκαστον οικονομικόν έτος, πλήρους προϋπολογισμού της Δημοκρατίας δια το εν λόγω έτος, όστις, μετ’ έγκρισιν αυτού υπό του Υπουργικού Συμβουλίου, κατατίθεται εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων.

2. Αι προβλέψεις των δαπανών, εν τω προϋπολογισμώ, απεικονίζουσι κεχωρισμένως:

(α) τα συνολικά κονδύλια, τα απαιτούμενα δια την αντιμετώπισιν των δαπανών, δι’ ών χρεούται ο λογαριασμός παγίου ταμείου, και

(β) τα ποσά, άτινα απαιτούνται αντιστοίχως δια την αντιμετώπισιν ετέρων δαπανών.

3. Ο προϋπολογισμός απεικονίζει, καθ’ ό μέτρον είναι πρακτικώς δυνατόν, το ενεργητικόν και το παθητικόν της Δημοκρατίας κατά την λήξιν του συμπληρωθέντος προηγουμένου οικονομικού έτους, τον τρόπον, καθ’ όν το ενεργητικόν είναι επενδεδυμένον ή τηρείται, και λεπτομερείας όσον αφορά εις τας εκκρεμείς υποχρεώσεις.

4. Αι δαπάναι αίτινες αντιμετωπίζονται εκ του λογαριασμού παγίου ταμείου, αι μη χρεούμεναι εις βάρος αυτού, υποβάλλονται προς ψήφισιν εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων και, εφ’ όσον ψηφισθώσιν υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων, συμπεριλαμβάνονται εις τον προϋπολογισμόν του οικονομικού έτους, εις ό αναφέρονται.

5. Εάν κατά τι οικονομικόν έτος διαπιστωθή, ότι το ψηφισθέν υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων δι’ οιονδήποτε σκοπόν κονδύλιον είναι ανεπαρκές, ή ότι παρίσταται ανάγκη διαθέσεως κονδυλίου δια σκοπόν, δι’ όν ουδέν κονδύλιον έχει ψηφισθή, κατατίθεται εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων προς ψήφισιν συμπληρωματικός προϋπολογισμός εμφαίνων τα απαιτούμενα χρηματικά ποσά και, εφ’ όσον ούτος ψηφησθή υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων, συμπεριλαμβάνεται το κονδύλιον εις τον προϋπολογισμόν του οικονομικού έτους, εις ό αναφέρεται.

6. Η Βουλή των Αντιπροσώπων δύναται να ψηφίση ή να αρνηθή την ψήφισιν οιασδήποτε δαπάνης περιλαμβανομένης εις συμπληρψματικόν προϋπολογισμόν, δεν δύναται όμως νς ψηφίση αύξησιν δαπάνης ή μεταβολήν του σκοπού, δι’όν αύτη προορίζεται.

’ρθρον 168
1. Ουδεμία δαπάνη ενεργείται εκ του λογαριασμού παγίου ταμείου ή ετέρου λογαριασμού του Δημοσίου, ειμή βάσει εντάλματος πληρωμής υπογεγραμμένου υπό του υπουργού των οικονομικών. Ο υπουρργός των οικονομικών, όμως, δεν δύναται να αρνηθή την υπογραφήν εντάλματος πληρωμής δαπάνης προβλεπομένης εν τω προϋπολογισμώ.

2. Τηρουμένων των διατάξεων της τρίτης παραγράφου του παρόντος άρθρου, ουδέν ένταλμα πληρωμής εκδίδεται, εάν η σχετική δαπάνη δεν έχει περιληφθή εις τον προϋπολογισμόν του οικονομικού έτους, εις ό αναφέρεται το ένταλμα πληρωμής.

3.Εάν ο προϋπολογισμός δεν έχη ψηφισθή υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων μέχρι της ημέρας ενάρξεως του οικονομικού έτους, εις ό ούτος αφορά, η Βουλή των Αντιπροσώπων δύναται, τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος, δι’ αποφάσεως αυτής, να παράσχη εξουσιοδότησιν ενεργείας οιασδήποτε απαιτούμενης δαπάνης επί χρονικόν διάστημα μη υπερβαίνον τον ένα μήνα εκάστοτε, και εν περιπτώσει τους δύο μήνας εν σύνολω, εκ του λογαριασμού παγίου ταμείου ή οιουδήποτε ετέρου λογαριασμού του Δημοσίου, εφ’ όσον ήθελε θεωρήση τούτο αναγκαίον δια την συνέχισιν των εν τω προϋπολογισμώ προβλεπομένων δημοσίων υπηρεσιών, και δη μέχρις εκπνοής του ειρημένου χρονικού διαστήματος αλλ’ η κατά τα ανωτέρω εγκρινομένη δαπάνη, δι’ οιανδήποτε υπηρεσίαν, δεν δύναται να υπερβαίνη το αναλογούν εις το ειρημένον χρονικόν διάστημα τμήμα του συνολικώς δια την εν λόγω υπηρεσίαν ψηφισθέντος δια του προϋπολογισμού του προηγούμενου οικονομικού έτους ποσού.

Μέρος XII. Διάφοροι Διατάξεις



’ρθρον 169
Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 50 και της τρίτης παραγράφου του άρθρου 57,

(1) Πάσα διεθνής συμφωνία μετ’ άλλων κρατών ή οιουδήποτε διεθνούς οργανισμού, αφορώσα εις εμπορικά θέματα, οικονομικήν συνεργασίαν, περιλαμβανομένων πληρωμών και πιστώσεων και modus vivendi, συνομολογείται κατόπιν αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου.

(2) Η διαπραγμάτευσις πάσης ετέρας συνθήκης, συμβάσεως ή διεθνούς συμφωνίας, ως και η υπογραφή αυτών, γίνεται κατόπιν αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου, δεν τίθενται όμως εν ισχύι και δεν δεσμεύουσι την Δημοκρατίαν, ειμή μόνον εφ’ όσον κυρωθώσι δια νόμου ψηφιζομένου υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων, ότε και συνομολούνται.

(3) Συνθήκαι, συμβάσεις και συμφωνίαι, συνομολογούμεναι συμφώνως ταις ειρημέναις διατάξεσι του παρόντος άρθρου, έχουσιν από της δημοσιεύσεως αυτών εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας ηυξημένην ισχύν έναντι οιουδήποτε ημεδαπού νόμου, υπό τον όρον ότι αι τοιαύται συνθήκαι, συμβάσεις και συμφωνίαι εφαρμόζονται αντιστοίχως και υπό του αντιβαλλομένου.

’ρθρον 170
1. Η Δημοκρατία θέλει παραχωρήση πατόπιν συμφωνίας, υπό καταλλήλους όρους, την ρήτραν του μάλλον ευνοουμένου Κράτους εις το Βασίλειον της Ελλάδος, την Τουρκικήν Δημοκρατίαν και το Ηνωμένον Βασίλειον της Μεγάλης Βρεταννίας και Βορείου Ιρλανδίας, εις πάσαν συμφωνίαν οιασδήποτε φύσεως.

2. Αι διατάξεις της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται ως προς την συνθήκην την αναφερόμενην εις την εγκαθίδρυσιν της Δημοκρατίας της Κύπρου και συναφθείσαν μεταξύ της Δημοκρατίας, του Βασιλείου της Ελλάδος, της Δημοκρατίας της Τουρκίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρεταννίας και Βορείου Ιρλανδίας, την αφορώσαν εις τας βάσεις και τας στρατιωτικάς διευκολύνσεις, τας παραχωρηθείσας εις το Ηνωμένον Βασίλειον.

’ρθρον 171
1. Εις τας ραδιοφωνικάς και τηλεοπτικάς εκπομπάς μεταδίδονται προγράμματα δι’ αμφοτέρας τας κοινότητας, την ελληνικήν και την τουρκικήν.

2. Η διάρκεια των ραδιοφωνικών προγραμμάτων δια την τουρκικήν κοινότητα δεν θα είναι βραχύτερα των εβδομήκοντα πέντε ωρών εβδομαδιαίως, κατανεμημένων εις κανονικάς ημερησίας εκπομπάς καθ’ απάσας τας ημέρας της εβδομάδος εάν, όμως, επιβληθή μείωσις της συνολικής διαρκείας των εκπομπών, ούτως ώστε η διάρκεια των προγραμμάτων δια την ελληνικήν κοινότητα να καταστή βραχύτερα των εδβομήκοντα πέντε ωρών εβδομαδιαίως, τότε η καθ’ οιανδήποτε εβδομάδα διάρκεια των προγραμμάτων δια την τουρκικήν κοινότητα μειούται κατά τον αυτόν αριθμόν ωρών, κατά τον οποίον εμειώθη η διάρκεια των προγραμμάτων δια την ελληνικήν κοινότητα. Εάν, αντιθέτως, η διάρκεια των προγραμμάτων δια την ελληνικήν κοινότητα αυξηθή πέραν των εκατόν τεσσαράκοντα ωρών εβδομαδιαίως, τότε η διάρκεια των προγραμμάτων δια την τουρκικήν κοινότητα θ’ αυξάνηται κατ’ αναλογίαν τριών ωρών δια την τουρκικήν κοινότητα έναντι επτά ωρών δια την ελληνικήν κοινότητα.

3. Εις την τηλεόρασιν θα διατίθενται εκπομπαί τριών ημερών, καθ’ εκάστην περίοδον δέκα συνεχών ημερών, εις προγράμματα δια την τουρκικήν κοινότητα, και η συνολική διάρκεια των προγραμμάτων τούτων, καθ’ εκάστην τοιαύτην δεκαήμερον περίοδον, ορίζεται κατ’ αναλογίαν τριών ωρών προγράμματος δια την τουρκικήν κοινότητα έναντι επτά ωρών προγράμματος δια την ελληνικήν κοινότητα.

4. Ολαι αι επίσημοι ραδιοφωνικαί και τηλεοπτικαί εκπομπαί γίνονται εις αμφοτέρας τας γλώσσας, την ελληνικήν και την τουρκικήν, και δεν συνυπολογίζονται εις την διάρκειαν των εκπομπών, περί ών το παρόν άρθρον.

’ρθρον 172
Η Δημοκρατία ευθύνεται δια πάσαν ζημιογόνον άδικον πράξιν ή παράλειψιν των υπαλλήλων ή αρχών της Δημοκρατίας εν τη ασκήσει των καθηκόντων αυτών ή κατ’ επίκλησιν ασκήσεως των καθηκόντων αυτών. Νόμος θέλει καθορίση τα περί της ευθύνης της Δημοκρατίας.

’ρθρον 173
1. Χωριστοί δήμοι θα δημιουργηθώσιν εις τας πέντε μεγαλυτέρας πόλεις της Δημοκρατίας ήτοι την Λευκωσίαν, Λεμεσόν, Αμμόχωστον, Λάρνακα και Πάφον, υπό των τούρκων κατοίκων αυτών, υπό τον όρον ότι ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας θέλουσιν, εντός τεσσάρων ετών από της ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος, εξετάσει το ζήτημα, αν ο χωρισμός ούτος των δήμων των ειρημένων πόλεων θα συνεχισθή ή όχι.

2. Εις οιανδήποτε των ως άνω πόλεων, το συμβούλιον του ελληνικού δήμου εκλέγεται υπό των ελλήνων εκλογέων της πόλεως, το δε συμβούλιον του τουρκικού δήμου εκλέγεται υπό των τούρκων εκλογέων της πόλεως.

3. Εις εκάστην των ως άνω πόλεων συνιστάται οργανισμός συντονισμού, αποτελούμενος εκ δύο μελών εκλεγομένων υπό του συμβουλίου του ελληνικού δήμου, δύο μελών εκλεγομένων υπό του συμβουλίου του τουρκικού δήμου, και ενός προέδρου, εκλεγομένου κοινή συμφωνία υπό των δύο συμβουλίων των εν λόγω δήμων την πόλεως. Ο οργανισμός συντονισμού προνοεί περί πάσης εργασίας, ήτις απαιτείται να ενεργήται από κοινού, παρέχει εντός της πόλεως, εις τους δημότας αμφοτέρων των δήμων, υπηρεσίας ανατεθειμένας αυτώ κατόπιν συμφωνίας των συμβουλίων των δύο δήμων, και μεριμνά περί των θεμάτων, άτινα καθιστώσιν εις ωρισμένον βαθμόν αναγκαίαν την συνεργασίαν.

’ρθρον 174
Εντός των ορίων οιασδήποτε εκ των ως άνω πόλεων, ουδείς δημοτικός φόρος, φόρος ακινήτου ιδιοκτησίας, τέλος ή οιονδήποτε έτερον έσοδον επιβάλλεται, βεβαιούται η εισπράττεται παρ’ οιουδήποτε προσώπου υπό οιουδήποτε εκ των ως άνω δήμων, εάν το πρόσωπον τούτο δεν ανήκη εις την αυτήν προς την του ενδιαφερομένου δήμου κοινότητα, εξαιρουμένων:

(α) των τελών, των καταβαλλομένων δια την χρήσιν δημοτικών αγορών, σφαγείων και ετέρων δημοτικών χώρων, απάντων κειμένων εντός της περιοχής εν τη οποία το συμβούλιον ενός εκ των ως άνω δήμων, οιασδήποτε των ειρημένων πόλεων, ασκεί την αρμοδιότητα αυτού,

(β) των τελών δημοσίων θεαμάτων, των καταβλητέων εντός ακινήτων ή χώρων κειμένων εντός της περιοχής εν τη οποία το συμβούλιον ενός εκ των ως άνω δήμων, οιασδήποτε των ειρημένων πόλεων, ασκεί την αρμοδιότητα αυτού, και

(γ) των τελών, άτινα, κατόπιν συμφωνίας των δύο συμβουλίων των ως άνω δήμων, οιασδήποτε των ειρημένων πόλεων, καταβάλλονται δι’ οιανδήποτε πηρεσίαν παρεχομένην εις πρόσωπον μη ανήκον εις την κοινότητα του δήμου, καθ’ υπέρβασιν του μέτρου της συνήθως παρεχομένης υπό του δήμου υπηρεσιας, άτινα πάντα καταβάλλονται εις το συμβούλιον του περί ού πρόκειται δήμου. Εις την περίπτωσιν, όμως, καθ’ ήν οιαδήποτε υπηρεσία υπό μορφήν ελέγχου ή επιθεωρήσεως, ως και υπηρεσία παρομοίας φύσεως, παρέχεται υπό δήμου, εις οιανδήποτε εκ των ειρημένων πόλεων, εις πρόσωπον ανήκον εις την κοινότητα του ετέρου δήμου, παν σχετικόν τέλος καταβάλλεται εις τον παρέχοντα την υπηρεσίαν δήμον.

’ρθρον 175
Ουδεμία άδεια χορηγείται, υπό δήμου οιασδήποτε εκ των ειρημένων πόλεων, εις πρόσωπον μη ανήκον εις την κοινότητα του δήμου τούτου. ’δειαι, όμως, σχετικαί προς ακίνητα, χώρους ή οικοδομικάς εργασίας, εντός της περιοχής εν τη οποία δήμος οιασδήποτε των ειρημένων πόλεων ασκεί την αρμοδιότητα αυτού, εκδίδονται υπό του δήμου τούτου εν σχέσει δε προς την εκδιδομένην άδειαν, ο αυτός δήμος, ο οποίος εισπράττει τα καταβλητέα σχετικά τέλη, παρέχει πάσαν υπηρεσίαν, ενεργεί πάσαν επίβλεψιν και πάντα έλεγχον.

’ρθρον 176
Ουδέν, εν τοις άρθροις 173 έως 178 συμπεριλαμβανομένοις, δύναται να ερμηνευθή ως αποκλείον την έκδοσιν νόμου περί σχεδίου πόλεων εφαρμοζομένου εις οιονδήποτε εκ των ως άνω δήμων, τηρουμένων των κάτωθι όρων:

(α) η καταρτίζουσα τα πολεοδομικά σχέδια αρχή, δι’ οιανδήποτε εκ των ειρημένων πόλεων, αποτελείται εκ δεκαμελούς επιτροπής, συντεθειμένης εξ επτά Ελλήνων και τριών Τούρκων,

(β) αι αποφάσεις της αρχής ταύτης λαμβάνονται δι’ απολύτου πλειοψηφίας ουδεμία όμως απόφασις αφορώσα εις ελληνικόν δήμον λαμβάνεται, εάν η ως άνω πλειοψηφία δεν περιλαμβάνεται τας ψήφους τουλάχιστον τεσσάρων Ελλήνων, και ουδεμία απόφασις αφορώσα τουρκικόν δήμον λαμβάνεται, εάν η ανωτέρω ειρημένη πλειοψηφία δεν περιλαμβάνει τας ψήφους τουλάχιστον δύο Τούρκων,

(γ) παν θέμα πολεοδομικής φύσεως οιασδήποτε των προμνηθεισών πόλεων, ως και πας πολεοδομικός διακανονισμός, ανήκουσιν εις την αποκλειστικήν αρμοδιότητα της εν λόγω αρχής.

’ρθρον 177
Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 173 έως 178 συμπεριλαμβανομένων, έκαστος δήμος οιασδήποτε των ειρημένων πόλεων ασκεί την αρμοδιότητα και απάσας τας λειτουργίας αυτού εντός περιοχχής, της οποίας τα όρια θα καθορισθώσι, δι’ έκαστον δήμον, δια συμφωνίας του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας.

’ρθρον 178
Δία τας λοιπάς περιοχάς δέον να ληφθή ειδική πρόνοια δια την συγκρότησιν των οργάνων των δήμων, επί τη βάσει του κανόνος της εν τω μέτρω του δυνατού αναλογικής εκπροσωπήσεως των δύο κοινοτήτων.

Μέρος XIII. Τελικαί Διατάξεις



’ρθρον 179
1. Το Σύνταγμα είναι ο υπέρτατος νόμος της Δημοκρατίας.

2. Ουδείς νόμος ή απόφασις της Βουλής των Αντιπροσώπων ή εκατέρας Κοινοτικής Συνελεύσεως, ως και ουδεμία πράξις ή απόφασις οιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου εν τη Δημοκρατία, ασκούντος εκτελεστικήν εξουσίαν ή οιονδήποτε διοικητικόν λειτούργημα, δύναται να είναι καθ’ οιονδήποτε τρόποον αντίθετος ή μη σύμφωνος προς οιανδήποτε των διατάξεων του Συντάγματος.

’ρθρον 180
1. Αμφότερα, το ελληνικόν και το τουρκικόν κείμενον του Συντάγματος, είναι πρωτότυπα και έχουσι το αυτό κύρος και την αυτήν νομικήν ισχύν.

2. Οιαδήποτε αντίφασις μεταξύ των δύο κειμένων του Συντάγματος επιλύεται υπό του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, δι’ αναφοράς εις το κείμενον του σχεδίου Συντάγματος, το υπογραφέν εν τη Μικτή Συνταγματική Επιτροπή εν Λευκωσία την 6ην Απριλίου 1960, ως και εις το κείμενον των εν τω παρατρήματι τροποποιήσεων αυτού, το υπογραφέν την 6ην Ιουλίου 1960 υπό αντιπροσώπων του Βασιλείου της Ελλάδος, της Τουρκικής Δημοκρατίας και της Ελληνικής και Τουρκικής κοινότητος, λαμβανομένου υπ’ όψιν και του κειμένου των συμφωνιών Ζυρίχης της 11ης Φεβρουαρίου 1959 και Λονδίνου της 19ης Φεβρουαρίου 1959, κατά τε το γράμμα και το πνεύμα αυτών.

3. Εν περιπτώσει ασαφείας, το Σύνταγμα ερμηνεύεται υπό του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, λαμβανομένου υπ’ όψει και του κειμένου των συμφωνιών Ζυρίχης της 11ης Φεβρουαρίου 1959 και Λονδίνου της 19ης Φεβρουαρίου 1959, κατά τε το γράμμα και το πνεύμα αυτών.

’ρθρον 181
Η συνθήκη εγγυήσεως της ανεξαρησίας, της εδαφικής ακεραιότητος και του Συντάγματος της Δημοκρατίας, η συνομολογηθείσα μεταξύ της Δημοκρατίας, του Βασιλείου της Ελλάδος, της Τουρκικής Δημοκρατίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρεταννίας και Βορείου Ιρλανδίας, ως και η συνθήκη στρατιωτικής συμμαχίας, η συνομολογηθείσα μεταξύ της Δημοκρατίας, του Βασιλείου της Ελλάδος και της Τουρκικής Δημοκρατίας, τα κείμενα των οποίων είναι προσηρτημένα τω παρόντι Συντάγματι ως παραρτήματα Ι και ΙΙ, κάκτηνται συνταγματικήν ισχύν.

’ρθρον 182
1. Τα άρθρα ή τα μέρη των άρθρων του Συντάγματος, τα περιλαμβανόμενα εν τω συνημμένω τω παρόντι παραρτήματι ΙΙΙ, ενσωματωθέντα εις το Σύνταγμα εκ της συμφωνίας Ζυρίχης της 11ης φεβρουαρίου 1959, αποτελούσι θεμελιώδη άρθρα του Συντάγματος, και δεν δύνανται, καθ’ οιονδήποτε τρόπον, να τροποποιηθώσι δια μεταβολής, προσθήκης ή καταργήσεως.

2. Τηρουμένων των διατάξεων της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου, πάσα διάταξις του Συντάγματος δύναται να τροποποιηθή δια μεταβολής, προσθήκης ή καταργήσεως, ως εν τη τρίτη παραγράφω του παρόντος άρθρου ορίζεται.

3. Δια την ψήφισιν οιουδήποτε νόμου περί τροποποιήσεως, απαιτήται πλειοψηφία περιλαμβάνουσα τουλάχιστον τα δύο τρίτα του όλου αριθμού των εις την ελληνικήν κοινότητα ανηκόντων βουλευτών και τουλάχιστον τα δύο τρίτα του όλου αριθμού των εις την τουρκικήν κοινότητα ανηκόντων βουλευτών.

’ρθρον 183
1. Εν περιπτώσει πολέμου ή ετέρου δημοσίου κινδύνου απειλούντος την ύπαρξιν της Δημοκρατίας ή οιονδήποτε τμήμα αυτής, το Υπουργικον Συμβούλιον κέκτηται την εξουσίαν να προκηρύσση, δι’ αποφάσεως αυτού, την κήρυξιν κατατάσεως εκτάκτου ανάγκης. Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας, όμως, ιδία εκάτερος ή από κοινού, έχουσι δικαίωμα αρνησικυρίας οιασδήποτε τοιαύτης αποφάσεως, ασκούμενον εντός τεσσαράκοντα οκτώ ωρών από της ημέρας, καθ’ ήν η απόφασις εκοινοποιήθη εις το γραφείον εκατέρου.

2. Πάσα τοιαύτη προκήρυξις καθορίζει τα άρθρα του Συντάγματος, άτινα αναστέλλονται καθ’ όλην την διάρκειαν της καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης μόνον, όμως, τα κάτωθι αναφερόμενα άρθρα του Συντάγματος δύναται να ανασταλώσι δια της προκηρύξεως: το άρθρον 7, μόνον καθ’ όσον αφορά εις θάνατον προκληθέντα εκ θεμιτής πολεμικής ενέργειας, η δευτέρα και τρίτη παράγραφος του άρθρου 10, τα άρθρα 11, 13, 16, 17, 19, 21, το εδάφιον (δ) της ογδόης παραγράφου του άρθρου 23 και τα άρθρα 25 και 27.

3. Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας εκδίδουσι παραχρήμα, δια δημοσιεύσεως εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας, την προκήρυξιν, εκτός εάν, ιδία εκάτερος ή από κοινού, έχωσιν ασκήσει το δικαίωμα της αρνησικυρίας, ως εν τη πρώτη παραγράφω του παρόντος άρθρου ορίζεται.

4. Προκήρυξις εκδοθείσα συμφώνως ταις ανωτέρω διατάξεσι του παρόντος άρθρου κατατίθεται αμέσως ενώπιον της Βουλής των Αντιπροσώπων. Εάν η Βουλή των Αντιπροσώπων δεν διατελή εν συνόδω, συγκαλείται αύτη, ίνα αποφασισθή όσον οιόν τε ταχύτερον περί τούτου.

5. Η Βουλή των Αντιπροσώπων δικαιούται να απορρίψη ή εγκρίνη την προκήρυξιν περί κηρύξεως καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης. Εν περιπτώσει απορρίψεως, η προκήρυξις περί κηρύξεως καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης δεν έχει ουδεμίαν νομικήν ισχύν. Εν περιπτώσει εγκρίσεως, ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας εκδίδουσι παραχρήμα, δια δημοσιεύσεως, εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας, την απόφασιν της Βουλής των Αντιπροσώπων.

6. Η προκήρυξις περί κηρύξεως καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης παύει να ισχύη άμα τη παρελεύσει δύο μηνών από της εγκρίσεως αυτής
υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων, εκτός εάν η Βουλή των Αντιπροσώπων, τη αιτήσει του Υπουργικού Συμβουλίου, αποφασίση να παρατείνη την διάρκειαν της καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης, οπότε ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας, ίδια εκάτερος ή από κοινού, έχουσι δικαίωμα αρνησικυρίας της αποφάσεως περί παρατάσεως της διαρκείας της καταστάσεως εκτακτου ανάγκης, ασκούμενον συμφώνως τω άρθρω 50.

7. (1) Παρά τας διατάξεις του Συντάγματος, εφ’ όσον χρόνον ισχύει προκήρυξις περί κηρύξεως καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης, το Υπουργικόν Συμβούλιον, κρίνον ότι απαιτείται άμεσος ενέργεια, εκδίδει διάταγμα ατστηρώς συναρτώμενα προς την κατάστασιν εκτάκτου ανάγκης, έχοντα ισχύν νόμου και υποκείμενα εις το δικαίωμα αρνησικυρίας του Προέδρου και του Αντιπροέδρου, ενεργούντων εκατέρου ιδία ή από κοινού, συμφώνως τω άρθρω 57

(2) Εάν δεν ασκηθή, συμφώνως τω πρώτω εδαφίω της παρούσης παραγράφου, δικαίωμα αρνησικυρίας, ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας εκδίδουσι παραχρήμα, διά δημοσιεύσεως εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας, τα ειρημένα διατάγματα.

(3)Τα ανωτέρω διατάγματα αποβάλλουσι την ισχύν αυτών άμα τη λήξει της καταστάσεως εκτάκτου αναγκης, εφ’ όσον δεν θα έχωσιν ανακληθή ενωρίτερον.

’ρθρον 184
1. Όσάκις διάταγμα, εκδοθέν συμφώνως τω εδαφίω (2) της εβδόμης παραγράφου του άρθρου 183, επιτρέπει την επιβολήν προληπτικής προσωπικής κρατήσεως -

(α) η αρχή, τη διαταγή της οποίας κρατείται οιονδήποτε πρόσωπον κατ’ εφαρμογήν του διατάγματος, δέον όσον οιόν τε ταχύτερον να πληροφορήση τον κρατούμενον περί των λόγων της κρατήσεως αυτού και, τηρουμένων των διατάξεων της τρίτης παραγράφου του παρόντος άρθρου, περί των ισχυρισμών ως προς τα πραγματικά γεγονότα εφ’ ών βασίζεται η διαταγή, και να παράσχη αυτώ την ευχέρειαν υποβολής, όσον οιόν τε ταχύτερον, αντιρρήσεων κατά της διαταγής κρατήσεως, και

(β) ουδείς πολίτης κρατείται, εις εκτέλεσιν διατάγματος, επί χρόνον υπερβαίνοντα τον ένα μήνα, εκτός εάν γνωμοδοτικόν συμβούλιον, συντεθειμένον ως εν τη δευτέρα παραγράφω του παρόντος άρθρου ορίζεται, μετ’ εξέτασιν των υποβληθεισών συμφώνως τω εδαφίω (α) της παρούσης παραγράφου υπό του κρατουμένου αντιρρήσεων, γνωμοδοτή, προ της παρελεύσεως του μηνός, ότι θεωρεί υφιστάμενον ικανόν λόγον δικαιολογούντα την κράτησιν.

2. Γνωμοδοτικόν συμβούλιον, καθιστάμενον δια την εφαρμογήν του παρόντος άρθρου, συντίθεται εξ ενός προέδρου, διοριζομένου από κοινού υπό του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας και επιλεγομένου εκ προσώπων τελούντων ή διατελεσάντων δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου ή κεκτημένων τα προσόντα προς διορισμόν αυτών ως δικαστών του Δικαστηρίου τούτου, και εκ δύο ετέρων μελών, διοριζομένων από κοινού υπό του Προέδορυ και του Αντιπροέδρου της Δημορατίας, αφού προηγουμένως συμβουλευθώσι τον πρόεδρον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

3. Το παρόν άρθρον δεν επιβάλλει εις οιανδήποτε αρχήν να αποκαλύψη γεγονότα, ών η αποκάλυψις, κατά την κρίσιν αυτής, θα ήτο αντίθετος προς το εθνικόν συμφέρον.

’ρθρον 185
1. Το έδαφος της Δημοκρατίας είναι ενιαίον και αδιαίρετον.

2. Η καθολική ή μερική ένωσις της Κύπρου μετ’ οιουδήποτε άλλου Κράτους ή η χωριστική ανεξαρτησία αποκλείονται.

’ρθρον 186
1. Εν τω Συντάγματι, πλην εάν ορίζηται ρητώς άλλως ή εάν εκ της εν δεδομένη αλληλουχία χρήσεως όρου τινός προκύπτει άλλο τι-
(α) ‘Κοινότης’ σημαίνει την ελληνικήν ή την τουρκικήν κοινότητα

-το ‘δικαστήριον’ συμπεριλαμβάνει και πάντα δικαστήν αυτού

-‘Έλλην’ είναι ο ανήκων εις την ελληνικήν κοινότητα, ως εν άρθρω 2 ορίζηται

-‘νόμος’ σημαίνει νόμον της Δημκρατίας, οσάκις ο όρος χρησιμοποιείτε εν σχέσει προς περίοδον χρόνου επομένην της ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος

-το ‘πρόσωπον’ συμπεριλαμβάνει πάσαν εταιρείαν, συνεταιρισμόν, ένωσιν, σωματείον, ίδρυμα ή οργάνωσιν προσώπων, μετά ή άνευ νομικής προσωπικότητας

-‘Δημοκρατία’ σημαίνει την Δημοκρατίαν της Κύπρου

-‘Τούρκος’ ή ‘τουρκικός’ είναι ο ανήκων εις την τουρκικήν κοινότητα, ως εν άρθρω 2 ορίζεται

(β) λέξεις δηλούσαι το αρσενικόν γένος συμπεριλαμβάνουσι το θυληκόν γένος και λέξεις εις τον ενικόν αριθμόν συμπεριλαμβάνουσι τον πληθυντικόν και τανάπαλιν.

2. Εις άς περιπτώσεις το Σύνταγμα παρέχει εξουσίαν προς έκδοσιν πάσης φύσεως διαταγμάτων, κανονισμών διοικήσεως ή διαχειρήσεως και οιωνδήποτε οδηγιών, η εξουσία αύτη δέον να ερμηνεύηται ως περιλαμβάνουσα και εξουσίαν, καθ’ όμοιον τρόπον ασκουμένην, προς τροποποίησιν ή ανάκλησιν οιουδήποτε των ειρημένων διαταγμάτων, κανονισμών ή οδηγιών



Μεταβατικαί Διατάξεις



’ρθρον 187
1. Οι εκλεγέντες -

(α) ως πρώτος Πρόεδρος ή Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας,

(β) ως βουλευταί ή ως μέλη εκατέρας Κοινοτικής Συνελεύσεως,

συμφώνως προς τας διατάξεις οιουδήποτε ισχύοντος αμέσως προ της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος, θεωρούνται ότι είναι οι νομίμως, κατά την έννοιαν των διατάξεων του Συντάγματος, εκλεγέντες αντιστοίχως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας, βουλευταί και μέλη των Κοινοτικών Συνελεύσεων.

2. Πάντες οι εκλογικοί νόμοι και κανονισμοί, ών η ισχύς έληξεν αυτοδικαίως κατά την ημερομηνίαν ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος, θέλουσιν εξακολουθήσει να ισχύωσι, μέχρις ου ψηφισθή νέος εκλογικός νόμος υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων ή υφ’ οιασδήποτε Κοινοτικής Συνελεύσεως αναλόγως της περιπτώσεως, εν πάση περιπτώσει, όμως, ουχί πέραν των δέκα οκτώ μηνών από της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος. Η παράτασις αύτη της ισχύος αφορά εις πάσαν αναπληρωματικήν εκλογήν, διενεργουμένην προς πλήρωσιν, διαρκούσης της ειρημένης χρονικής περιόδου, κενουμένου λειτουργήματος του Προέδρου της Δημοκρατίας ή του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας ή αξιώματος βουλευτού ή θέσεως μέλους Κοινοτικής Συνελεύσεως.

’ρθρον 188
1. Τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος και των ακολουθουσών διατάξεων του παρόντος άρθρου, πας κατά την ημερομηνίαν της ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος ισχύων νόμος θέλει εξακολουθήση να ισχύη κατά την ρηθείσα ημερομηνίαν και μετ’ αυτήν, μέχρις ου τροποποιηθή, δια μεταβολής, προσθήκης ή καταργήσεως, δι’ οιουδήποτε νόμου ή κοινοτικού τοιούτου ψηφιζομένου κατά το Σύνταγμα, από δε της ημερομηνίας ταύτης θα ερμηνεύηται και θα εφαρμόζηται προσαρμοζόμενος, καθ’ ό μέτρον είναι ανγκαίον, προς το Σύνταγμα.

2. Επιφυλασσομένης πάσης διαφόρου ρυθμίσεως εν ταις μεταβατικαίς διατάξεσιν, ουδεμία διάταξις τοιούτου νόμου, αντικειμένη ή ασύμφωνος προς οιανδήποτε διάταξιν του Συντάγματος, και ουδείς νόμος, δι’ όν απαιτείται κατά το άρθρον 78 χωριστή πιεοοψηφία, θα εξακολουθήση να ισχύη. Οι νόμοι, όμως, οι αφορώντες εις τους δήμους, θα εξακολουθήσωσιν ισχύοντες επί χρονικόν διάστημα έξ μηνών από της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος, οιοσδήποτε δε νόμος επιβάλλων φόρους ή τέλη θα εξακολουθήση ισχύων μέχρι της 31ης Δεκεμβρίου 1960.

3. Δι’ οιονδήποτε τοιούτον νόμον, διατηρούμενον εν ισχύι συμφώνως τη πρώτη παραγράφω του παρόντος άρθρου, ισχύουσι τα ακόλουθα εκτός εάν εκ της χρήσεως όρου εν δεδομένη τινί αλληλουχία προκύπτει διάφορον τι:

(α) οιαδήποτε μνεία της αποικίας της Κύπρου ή του ‘Στέμματος’ ερμηνεύεται, εν σχέσει προς οιανδήποτε χρονικήν περίοδον αρχομένην από της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος και εφεξής, ως σημαίνουσα την Δημοκρατίαν,

(β) οιαδήποτε μνεία του Κυβερνήτου ή του Κυβερνήτου εν Συμβουλίω ερμηνεύεται, εν σχέσει προς οιανδήποτε τοιαύτην χρονικήν περίοδον, ως σημαίνουσα τον Πρόεδρον και τον Αντιπρόεδρον της Δημοκρατίας συμφώνως ταις ρηταίς διατάξεσι του Συντάγματος, ιδία εκάτερον ή από κοινού, την Βουλήν των Αντιπροσώπων προκειμένου περί θεμάτων σχετικών προς άσκησιν νομοθετικής εξουσίας, εξαιρουμένων των θεμάτων των ρητώς υπαχθέντων εις τας Κοινοτικάς Συνελεύσεις, τας Κοινοτικάς Συνελεύσεις προκειμένου περί παντός θέματος υπαγομένου συμφώνως τω Συντάγματι εις την αρμοδιότητα αυτών, και το Υπουργικόν Συμβούλιον προκειμένου περί θεμάτων σχετικών προς άσκησιν της εκτελεστικής εξουσίας,

(γ) οιαδήποτε μνεία του διοικητικού γραμματέως ή του δημοσιονομικού γραμματέως ερμηνεύεται, εν σχέσει προς οιανδήποτε τοιαύτην χρονικήν περίοδον, ως σημαίνουσα το υπουργείον ή την ανεξάρτητον υπηρεσίαν της Δημοκρατίας, εις ήν το γε νυν έχον έχουσι ανατεθή τα θέματα, εφ’ ών ήσαν αρμόδιοι οι ως άνω γραμματείς,

(δ) οιαδήποτε μνεία του γενικού εισαγγελέως ή του αντιεισαγγελέως ερμηνεύεται, εν σχέσει προς οιανδήποτε τοιαύτην χρονικήν περίοδον, ως σημαίνουσα αντιστοίχως τον γενικόν εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή τον βοηθόν γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας, και

(ε) οιαδήποτε μνεία οιουδήποτε ετέρου προσώπωου κατέχοντος δημόσιον αξίωμα ή θέσιν ή οιασδήποτε αρχής ή οιουδήποτε οργανισμού ερμηνεύεται, εν σ&c